Ομιλία της Γ.Γ Χωροταξίας & Αστικού Περιβάλλοντος του ΥΠΕΚΑ, Μαρίας Καλτσά στην εκδήλωση του ΟΡΣΑ και της ΕΣΕΕ σε συνεργασία με την Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας και το Σύλλογο Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών, με θέμα: «Εμπόριο και Πόλη,μια σημερινή θεώρηση από περιβαλλοντική σκοπιά».
«Τα μεγάλα εμπορικά κέντρα στην Αθήνα κατέκτησαν εύκολα την προτίμηση του καταναλωτικού κοινού και οι λόγοι είναι πολλοί. Ανάμεσα σε αυτούς... η έλλειψη ποιοτικού δημόσιου χώρου και εναλλακτικών προτάσεων για ανέξοδη διασκέδαση, καθώς και οι επιταγές του σύγχρονου τρόπου ζωής. Όμως η μέχρι σήμερα χωρίς κριτήρια χωροθέτησή τους, είχε σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στον αστικό ιστό που υπέστη τις παρενέργειες. Η σημαντικότερη από αυτές, η διάχυση της πόλης, οδήγησε στη μη προγραμματισμένη αστικοποίηση περιοχών με τρόπο ασύμβατο με τη μορφολογία, την κοινωνική φυσιογνωμία, τις δυνατότητες και την κλίμακα του αττικού τοπίου. Οδήγησε επίσης στην ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση από το αυτοκίνητο, τη σπατάλη φυσικών πόρων, τη δημιουργία αλόγιστων δαπανηρών υποδομών, την αύξηση των ρύπων και του οικολογικού αποτυπώματος της πόλης.
Σήμερα η εποχή της «συγκεντρωτικής αποκέντρωσης» στη χωροθέτηση του εμπορίου επανεξετάζεται με σοβαρά επιχειρήματα, το ίδιο και η δημιουργία του εμπορικού κέντρου. Οι επιπτώσεις των πολύ μεγάλων εγκαταστάσεων πάνω στον αστικό, περι-αστικό και εξω-αστικό χώρο είναι ορατές. Τα ερωτήματα και οι προβληματισμοί που τίθενται μπορούν να σχολιασθούν από τους ειδικούς στους διάφορους τομείς σχετικά με τη χωροθέτηση, τη μορφή, τη συγκρότηση και λειτουργία τους, τον ανταγωνισμό τους με τα μικρά καταστήματα, την επιχειρηματική λογική τους, τη συμβολή τους στην οικονομία, τις μορφές κοινωνικότητας που προκαλούν ή αποτρέπουν.
Θα θίξω μόνο την απαίτηση για φιλο-περιβαλλοντική και βιώσιμη ένταξή τους στο αστικό περιβάλλον και τις αρχές που διέπουν αυτή την αναγκαιότητα.
Η ανάπτυξη μεγάλων εμπορικών κέντρων με όρους του παρελθόντος μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να είναι πλέον οικονομικά αδιέξοδη. Η εκμετάλλευση της γης για πλουτισμό σε βάρος των φυσικών πόρων δημιούργησε σοβαρές ανισότητες και προκάλεσε την ανάπτυξη υποδομών με μεγάλο κόστος συντήρησης. Στον περι-αστικό χώρο η παραγωγική γεωργική γη μειώθηκε όχι μόνο λόγω αλλαγής χρήσεων, αλλά και λόγω μόλυνσης και κλιματικής αλλαγής. Σήμερα οι στρατηγικές σχεδιασμού που ρυθμίζουν τη ζωή στις μεγάλες πόλεις, επικεντρώνονται στις χαμηλές εκπομπές ρύπων -μέσα στα περιβαλλοντικά όρια του πλανήτη- στο δραστικό περιορισμό του οικολογικού αποτυπώματος με περιορισμό στην κατανάλωση ενέργειας για τις μεταφορές και την προαγωγή της ζωής με αξίες.
Απομακρυνόμαστε από το μοντέλο της μίας χρήσης και της διάχυσης, προσεγγίζοντας το πολυ-λειτουργικό μοντέλο, όπου κατοικία, εργασία, εκπαίδευση και αναψυχή συνδυάζονται μέσα στην ίδια χωρική ενότητα με μίξη χρήσεων σε συμπαγείς αναπτύξεις, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν περπατώντας να φθάσουν στη δουλειά, το σχολείο, τα ψώνια και την αναψυχή, να χρησιμοποιούν το ποδήλατο και τα μέσα ΜΜ. Ο περιορισμός της εξάρτησης από το αυτοκίνητο για μετακινήσεις μέσα στο ευρύτερο αστικό κέντρο τονώνει την ποιότητα ζωής και μειώνει τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Επιτυγχάνεται εξοικονόμηση χρημάτων, καλύτερη υγεία με χαμηλότερες δαπάνες περίθαλψης και χαμηλότερο κόστος συντήρησης υποδομών που μπορούν να διατεθούν για κοινωνικό εξοπλισμό. Μελέτες της τελευταίας 2ετίας δείχνουν επιθυμία των κατοίκων για αλλαγές στις συμπεριφορές τους όσον αφορά τις μετακινήσεις.
Η μετάβαση στην οικολογική εποχή ορίζει νέους κανόνες χωρικού σχεδιασμού που αφορούν και στη λογική των εμπορικών επενδύσεων. Καλούμαστε να ανταποκριθούμε στο γεγονός ότι η ανάπτυξη πρέπει να ανταποκρίνεται στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής και να δημιουργεί ευκαιρίες και δυνατότητες για απασχόληση μέσα στα όρια αυτής ακριβώς της αναδυόμενης οικονομίας της οικολογικής εποχής. Για τη μετάβαση απαιτείται ένα σαφές πλαίσιο για βιώσιμη ανάπτυξη με άμεσους αλλά και μακροπρόθεσμους κοινωνικούς, οικονομικούς, περιβαλλοντικούς στόχους. Για την ενεργοποίηση αυτού του λεγόμενου “κύκλου της αρετής” ή “virtuouscycle” στο δομημένο περιβάλλον και την επίτευξη αυτών των στόχων, η συμμετοχή όλων των δυνάμεων είναι κρίσιμη. Ουσιαστικά, αυτό σημαίνει πως η επίδραση του σχεδιασμού για τον ένα στόχο, πρέπει να επιδρά θετικά στους άλλους.
Οι πολιτικές, οι θεσμοθετήσεις, οι επενδυτές, ο εμπορικός κόσμος, η κοινωνία των πολιτών θα βρίσκονται όλο και περισσότερο αντιμέτωποι με αυτή τη νέα προοπτική ανάπτυξης και την ανάγκη αλλαγών νοοτροπίας. Οι νέοι δείκτες ευτυχίας δεν επιτυγχάνονται με συσσώρευση υλικού πλούτου αλλά με αλλαγές στις συμπεριφορές μας.
Το έξυπνο εμπόριο του μέλλοντος ακολουθεί την έξυπνη βιώσιμη ανάπτυξη με ποικιλία, διαφοροποίηση, συνεργασία και απασχόληση χωρίς αποκλεισμούς. Συμβάλλει στην αναζωογόνηση, αναβίωση ή μετασχηματισμό των περιοχών των κέντρων των πόλεων και στοχεύει στη βελτιστοποίηση, όχι τη μεγιστοποίηση. Αναφέρεται στην έξυπνη απλότητα αντί για την άκαμπτη και διογκούμενη πολυπλοκότητα.
Για την Αθήνα μπορούμε να πούμε πως η τοπικότητα επανέρχεται ως αξία για μια νέα αστικότητα, με αναφορές σε παλαιότερα μοντέλα οργάνωσης και χρήσης της πόλης. Τα δίκτυα των μικρών εμπορικών επιχειρήσεων, η αναβίωση του παραδοσιακού εμπορίου και οι καινοτόμες εκφράσεις της εμπορικής επιχειρηματικότητας μπορούν να ενδυναμώσουν θεαματικά το κέντρο και τα επιμέρους κέντρα της πόλης. Η υιοθέτηση αυτών των προτάσεων θα προκαλέσει μαζική αλλαγή προς τη βιώσιμη ανάπτυξη και τον οικολογικό πολιτισμό. Σε αυτή τη νέα λογική της συμπαγούς πόλης, η δημιουργική αναζήτηση της οικονομικής ελκυστικότητας είναι το άμεσα ζητούμενο».
«Τα μεγάλα εμπορικά κέντρα στην Αθήνα κατέκτησαν εύκολα την προτίμηση του καταναλωτικού κοινού και οι λόγοι είναι πολλοί. Ανάμεσα σε αυτούς... η έλλειψη ποιοτικού δημόσιου χώρου και εναλλακτικών προτάσεων για ανέξοδη διασκέδαση, καθώς και οι επιταγές του σύγχρονου τρόπου ζωής. Όμως η μέχρι σήμερα χωρίς κριτήρια χωροθέτησή τους, είχε σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στον αστικό ιστό που υπέστη τις παρενέργειες. Η σημαντικότερη από αυτές, η διάχυση της πόλης, οδήγησε στη μη προγραμματισμένη αστικοποίηση περιοχών με τρόπο ασύμβατο με τη μορφολογία, την κοινωνική φυσιογνωμία, τις δυνατότητες και την κλίμακα του αττικού τοπίου. Οδήγησε επίσης στην ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση από το αυτοκίνητο, τη σπατάλη φυσικών πόρων, τη δημιουργία αλόγιστων δαπανηρών υποδομών, την αύξηση των ρύπων και του οικολογικού αποτυπώματος της πόλης.
Σήμερα η εποχή της «συγκεντρωτικής αποκέντρωσης» στη χωροθέτηση του εμπορίου επανεξετάζεται με σοβαρά επιχειρήματα, το ίδιο και η δημιουργία του εμπορικού κέντρου. Οι επιπτώσεις των πολύ μεγάλων εγκαταστάσεων πάνω στον αστικό, περι-αστικό και εξω-αστικό χώρο είναι ορατές. Τα ερωτήματα και οι προβληματισμοί που τίθενται μπορούν να σχολιασθούν από τους ειδικούς στους διάφορους τομείς σχετικά με τη χωροθέτηση, τη μορφή, τη συγκρότηση και λειτουργία τους, τον ανταγωνισμό τους με τα μικρά καταστήματα, την επιχειρηματική λογική τους, τη συμβολή τους στην οικονομία, τις μορφές κοινωνικότητας που προκαλούν ή αποτρέπουν.
Θα θίξω μόνο την απαίτηση για φιλο-περιβαλλοντική και βιώσιμη ένταξή τους στο αστικό περιβάλλον και τις αρχές που διέπουν αυτή την αναγκαιότητα.
Η ανάπτυξη μεγάλων εμπορικών κέντρων με όρους του παρελθόντος μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να είναι πλέον οικονομικά αδιέξοδη. Η εκμετάλλευση της γης για πλουτισμό σε βάρος των φυσικών πόρων δημιούργησε σοβαρές ανισότητες και προκάλεσε την ανάπτυξη υποδομών με μεγάλο κόστος συντήρησης. Στον περι-αστικό χώρο η παραγωγική γεωργική γη μειώθηκε όχι μόνο λόγω αλλαγής χρήσεων, αλλά και λόγω μόλυνσης και κλιματικής αλλαγής. Σήμερα οι στρατηγικές σχεδιασμού που ρυθμίζουν τη ζωή στις μεγάλες πόλεις, επικεντρώνονται στις χαμηλές εκπομπές ρύπων -μέσα στα περιβαλλοντικά όρια του πλανήτη- στο δραστικό περιορισμό του οικολογικού αποτυπώματος με περιορισμό στην κατανάλωση ενέργειας για τις μεταφορές και την προαγωγή της ζωής με αξίες.
Απομακρυνόμαστε από το μοντέλο της μίας χρήσης και της διάχυσης, προσεγγίζοντας το πολυ-λειτουργικό μοντέλο, όπου κατοικία, εργασία, εκπαίδευση και αναψυχή συνδυάζονται μέσα στην ίδια χωρική ενότητα με μίξη χρήσεων σε συμπαγείς αναπτύξεις, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν περπατώντας να φθάσουν στη δουλειά, το σχολείο, τα ψώνια και την αναψυχή, να χρησιμοποιούν το ποδήλατο και τα μέσα ΜΜ. Ο περιορισμός της εξάρτησης από το αυτοκίνητο για μετακινήσεις μέσα στο ευρύτερο αστικό κέντρο τονώνει την ποιότητα ζωής και μειώνει τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Επιτυγχάνεται εξοικονόμηση χρημάτων, καλύτερη υγεία με χαμηλότερες δαπάνες περίθαλψης και χαμηλότερο κόστος συντήρησης υποδομών που μπορούν να διατεθούν για κοινωνικό εξοπλισμό. Μελέτες της τελευταίας 2ετίας δείχνουν επιθυμία των κατοίκων για αλλαγές στις συμπεριφορές τους όσον αφορά τις μετακινήσεις.
Η μετάβαση στην οικολογική εποχή ορίζει νέους κανόνες χωρικού σχεδιασμού που αφορούν και στη λογική των εμπορικών επενδύσεων. Καλούμαστε να ανταποκριθούμε στο γεγονός ότι η ανάπτυξη πρέπει να ανταποκρίνεται στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής και να δημιουργεί ευκαιρίες και δυνατότητες για απασχόληση μέσα στα όρια αυτής ακριβώς της αναδυόμενης οικονομίας της οικολογικής εποχής. Για τη μετάβαση απαιτείται ένα σαφές πλαίσιο για βιώσιμη ανάπτυξη με άμεσους αλλά και μακροπρόθεσμους κοινωνικούς, οικονομικούς, περιβαλλοντικούς στόχους. Για την ενεργοποίηση αυτού του λεγόμενου “κύκλου της αρετής” ή “virtuouscycle” στο δομημένο περιβάλλον και την επίτευξη αυτών των στόχων, η συμμετοχή όλων των δυνάμεων είναι κρίσιμη. Ουσιαστικά, αυτό σημαίνει πως η επίδραση του σχεδιασμού για τον ένα στόχο, πρέπει να επιδρά θετικά στους άλλους.
Οι πολιτικές, οι θεσμοθετήσεις, οι επενδυτές, ο εμπορικός κόσμος, η κοινωνία των πολιτών θα βρίσκονται όλο και περισσότερο αντιμέτωποι με αυτή τη νέα προοπτική ανάπτυξης και την ανάγκη αλλαγών νοοτροπίας. Οι νέοι δείκτες ευτυχίας δεν επιτυγχάνονται με συσσώρευση υλικού πλούτου αλλά με αλλαγές στις συμπεριφορές μας.
Το έξυπνο εμπόριο του μέλλοντος ακολουθεί την έξυπνη βιώσιμη ανάπτυξη με ποικιλία, διαφοροποίηση, συνεργασία και απασχόληση χωρίς αποκλεισμούς. Συμβάλλει στην αναζωογόνηση, αναβίωση ή μετασχηματισμό των περιοχών των κέντρων των πόλεων και στοχεύει στη βελτιστοποίηση, όχι τη μεγιστοποίηση. Αναφέρεται στην έξυπνη απλότητα αντί για την άκαμπτη και διογκούμενη πολυπλοκότητα.
Για την Αθήνα μπορούμε να πούμε πως η τοπικότητα επανέρχεται ως αξία για μια νέα αστικότητα, με αναφορές σε παλαιότερα μοντέλα οργάνωσης και χρήσης της πόλης. Τα δίκτυα των μικρών εμπορικών επιχειρήσεων, η αναβίωση του παραδοσιακού εμπορίου και οι καινοτόμες εκφράσεις της εμπορικής επιχειρηματικότητας μπορούν να ενδυναμώσουν θεαματικά το κέντρο και τα επιμέρους κέντρα της πόλης. Η υιοθέτηση αυτών των προτάσεων θα προκαλέσει μαζική αλλαγή προς τη βιώσιμη ανάπτυξη και τον οικολογικό πολιτισμό. Σε αυτή τη νέα λογική της συμπαγούς πόλης, η δημιουργική αναζήτηση της οικονομικής ελκυστικότητας είναι το άμεσα ζητούμενο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου