Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Ο Λούλα ντα Σίλβα, οι πιέσεις, η γενετική μηχανική και το σωτήριο «γεωργικό μοντέλο» της Βραζιλίας

Γράφει ο Δρ. ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΕΚΛΙΖΙΩΤΗΣ*

Από καθαρά εισαγωγική χώρα σε τρόφιμα, μέσα σε 4 δεκαετίες η Βραζιλία κατάφερε να βρεθεί σε μία από τις πέντε πρώτες θέσεις των μεγαλύτερων εξαγωγικών χωρών σε αγροτικά προϊόντα. Απλώς αποφάσισε να εφαρμόσει μακρόπνοη Εθνική Αγροτική Πολιτική

Είμαστε επιρρεπείς σε θαυμασμούς και καταδίκες ξένων πολιτικοοικονομικών συστημάτων και «μοντέλων», πολλές φορές σε βαθμό που καβγαδίζουμε άγρια και τρέχουμε να χωριστούμε σε υποστηρικτές και επικριτές, συχνά δε ανάλογα με την κομματική ιθαγένεια και σπάνια με τα πραγματικά δεδομένα…
Και όλα αυτά χωρίς να κάτσουμε πρώτα να σκεφτούμε αν όντως μας αφορούν, αν οι συνθήκες και οι κλίμακες των οικονομιών αυτών είναι ίδιες με της χώρας μας και γενικά πόσο καλά ή πόσο επιφανειακά γνωρίζουμε τις εξελικτικές πτυχές και τα γεγονότα που συνέβαλαν στη διαμόρφωση των μοντέλων αυτών.

Δεν είναι δε λίγες οι φορές που «φωναχτά» σκεπτόμαστε να υιοθετήσουμε «ξένα μοντέλα», έτσι, στο καταπώς βολεύει πολιτικές σκοπιμότητες και λιγότερο στο τι αυτά περιλαμβάνουν, πόσο εφικτά και εφαρμόσιμα είναι για τη χώρα μας και πόσο επιλεκτικοί και προσεκτικοί επιβάλλεται να γινόμαστε στις αντιγραφές από καλούς ή κακούς μαθητές. Αξίζει να προσεγγίσουμε λίγο το «μοντέλο αγροτικής ανάπτυξης» της Βραζιλίας και μερικά σημαντικά συμβάντα που το σημάδεψαν (τα άσχημα και τα καλά της τα αφήνουμε στην κρίση των αναγνωστών μας). Όσοι πάντως το σκαλίζουμε λίγο βαθύτερα, δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι να το υιοθετήσουμε στο σύνολό του, ως «πρότυπο» για τη χώρα μας και για τον κόσμο.

Η αγροτική και αγροδασική της πολιτική

Η Βραζιλία, από καθαρά εισαγωγική χώρα σε τρόφιμα, μέσα σε 4 δεκαετίες κατάφερε να βρεθεί σε μία από τις πέντε πρώτες θέσεις των μεγαλύτερων εξαγωγικών χωρών σε αγροτικά προϊόντα. Απλώς αποφάσισε να εφαρμόσει μακρόπνοη Εθνική Αγροτική Πολιτική, αλλάζοντας τον τρόπο εκμετάλλευσης της γης, χωρίς επιδοτήσεις, επενδύοντας στην επιστημονική έρευνα και εφαρμόζοντας επιθετική εξαγωγική πολιτική με προϊόντα «πρώτης ανάγκης» προς τις βιομηχανικά –άρα και διατροφικά– αναπτυσσόμενες χώρες. Παράλληλα, κατόρθωσε να διεισδύσει στην Ευρώπη με προϊόντα στα οποία η ΕΕ βρίσκεται σε ανεπάρκεια (σόγια, καφές, λευκά κρέατα, σιτηρά, συμπυκνωμένοι χυμοί εσπεριδοειδών, ξυλεία κ.λπ.), ανταγωνιζόμενη τις ΗΠΑ και την Αργεντινή. Από τη δεκαετία του ’70 επενδύει πολλά στην επιστήμη εστιάζοντας στη μοριακή βιολογία και στη βιοτεχνολογία. Γνωστά παγκοσμίως τα κέντρα Embrapa, με 8.500 ερευνητές, και η CENARGEN.

Η γεωργική βιοτεχνολογία και, κυρίως, η έρευνα περί τους Γενετικά Τροποποιημένους Οργανισμούς (ΓΤΟ) είχαν σταματήσει για πολλά χρόνια με παρέμβαση οικολογικών ΜΚΟ, οπότε σταμάτησε και η σχετική χρηματοδότηση. Αυτό κράτησε μέχρι το 2005. Από τότε η έρευνα χρηματοδοτείται αδρά και χωρίς διακρίσεις. Η Βραζιλία, λόγω των τεράστιων φυσικών της πόρων, των εκατομμυρίων στρεμμάτων γόνιμων εκτάσεων, των απέραντων δασών, που σε μερικές περιοχές αποψιλώνονται με επικίνδυνο ρυθμό, κ.λπ., καλώς ή κακώς έχει χαρακτηριστεί ως η χώρα του μέλλοντος (οι οικολόγοι λένε κακώς, γιατί στο μοντέλο μπαίνει και η αποψίλωση των τροπικών δασών, οι γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες και η επιθετική εκμετάλλευση τεράστιων αποθεμάτων πετρελαίου στη χώρα).

Όσον αφορά τα τροπικά δάση, αξίζει να αναφερθούν μαζί με την αποψίλωση και η παράλληλη βιομηχανία των «δασικών φυτωρίων» και σύγχρονων μεθόδων αναδάσωσης των εκτάσεων που αποψιλώνονται, με κρατική στήριξη και μέσα από οργανωτικές για το σκοπό αυτό δομές.

Πολιτικές στήριξης του εξαγωγικού εμπορίου αγροτικών προϊόντων

Η τεράστια ζήτηση αγροδιατροφικών αγαθών της τελευταίας δεκαετίας από χώρες όπως η Κίνα, οι πρώην σοβιετικές χώρες και η ΕΕ σε ζωοτροφές, βιοαιθανόλη, ζάχαρη, σιτηρά, ξυλεία, λευκά και κόκκινα κρέατα, καφέ, συμπυκνωμένους χυμούς φρούτων κ.λπ. εντάσσουν τη βραζιλιάνικη οικονομία στις πιο «τυχερές οικονομίες» παγκοσμίως, αλλά και ανάμεσα σ’ αυτές που εκμεταλλεύτηκαν σωστά τη συγκυρία αυτή. Για το 2011 οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων της Βραζιλίας εκτιμήθηκαν στα 94,1 δισ. δολάρια (με τις εισαγωγές στα 17,1 δισ. δολάρια) προς την Κίνα (17,5 δισ. δολάρια), την Ισπανία, την Αργεντινή, την Ιαπωνία, τη Ρωσία, τα Αρ. Εμιράτα, την Αίγυπτο κ.λπ. Το 35% των εξαγωγών κατευθύνεται στην Ασία και το 25% στην ΕΕ. Προβλέπεται αύξηση των εξαγωγών κατά 25% και για κάποια προϊόντα στο 50% ετησίως. Η σόγια προηγείται με 24,1 δισ. δολάρια ετησίως και ακολουθούν η ζάχαρη (ζαχαροκάλαμο) και η βιοαιθανόλη με 16,2 δισ. δολ., τα κρέατα με 16 δισ. δολ., η ξυλεία με 9,64 δισ. δολ. και ο καφές με 8,73 δισ. δολ.

Τα 6 αυτά προϊόντα εκπροσωπούν το 80% των εξαγωγών της. Η πολιτική εγκατάλειψης των επιδοτήσεων, που μετατρέπουν την αγροτική επιχείρηση σε κρατικίστικο μη ανταγωνιστικό μαγαζί παραγωγής απούλητων προϊόντων δεύτερης ποιότητας, η εξωστρέφεια και η μαχητικότητα πρόσφεραν στη Βραζιλία πολλές νίκες στα διεθνή φόρα, κυρίως στις διεκδικήσεις της στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) από ομοτράπεζους ανταγωνιστές της που επιδοτούν ομοειδή με δικά της γεωργικά προϊόντα (με διάφορους φανερούς και πλάγιους και κρυφούς τρόπους!).

Το 10% των αναγκών σε χυμό πορτοκαλιού των ΗΠΑ καλύπτεται με εισαγωγές από Βραζιλία. Μόλις πριν από ένα χρόνο οι αμερικανικές υπηρεσίες ανίχνευσαν σε βραζιλιάνικο χυμό πορτοκαλιού υπολείμματα του μυκητοκτόνου Carbendazin, του οποίου έχει απαγορευθεί η χρήση στις ΗΠΑ, και άρχισαν αυστηροί έλεγχοι στα σύνορα. Αμέσως μετά το γεγονός ανέβηκε η τιμή του χυμού στα χρηματιστήρια κατά 11%. Η Βραζιλία προσέφυγε στον ΠΟΕ για παράνομη εφαρμογή του anti-dumping στο χυμό πορτοκαλιού από τις ΗΠΑ, και ο ΠΟΕ τελικά τη δικαίωσε.

Οι Έλληνες εξαγωγείς κομπόστας ροδάκινου είχαν υποστεί παρόμοια δοκιμασία πριν από μερικά χρόνια, όταν οι αμερικανικές υπηρεσίες έλεγχου άνοιξαν κονσέρβες και, ισχυριζόμενες ότι βρήκαν θραύσματα πυρήνων (κουκούτσι), απέρριψαν ένα μεγάλο ελληνικό φορτίο. Ας μην ξεχνάμε ότι η Καλιφόρνια παράγει τεράστιες ποσότητες κομπόστας (το ελληνικό προϊόν συνεχίζει να υπερτερεί παγκοσμίως ποιοτικά και κάποτε κάλυπτε το 50% και πλέον των παγκόσμιων αναγκών!).

Περιττό να αναφέρουμε ότι η ελληνική κομπόστα μαζί με το βαμβάκι παραμένουν τα κυριότερα εξαγόμενα προϊόντα, και σε περιπτώσεις «σκληρών εμπορικών μαχών» που δίνουν διεθνώς η ελληνική πολιτεία ή δεν θα έχει ιδέα ή, όταν παίρνει μυρουδιά, προσποιείται ότι συμπαρίσταται. Όταν οι ΗΠΑ αποφάσισαν αρκετές φορές στο παρελθόν να συμπεριλάβουν το ελληνικό ροδάκινο (κομπόστα) στη λίστα δασμολογικών αντιποίνων κατά ευρωπαϊκών προϊόντων (βλέπε: Υποθέσεις Μπανάνας, Πουλερικών και Ορμονών μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ), οι Έλληνες εξαγωγείς βρήκαν περισσότερη συμπαράσταση από την αμερικανική πλευρά και λιγότερη από τις ηγεσίες των ελληνικών υπηρεσιών. Μόνο σε δύο περιπτώσεις (κυβερνήσεις Κ. Σημίτη και Κ. Καραμανλή) επέδειξαν αποφασιστικό ενδιαφέρον και προχώρησαν σε αποτελεσματική διπλωματική κινητοποίηση.

Η θεαματική επίδοση του γεωργικού εξαγωγικού εμπορίου, με τη Βραζιλία ανάμεσα στους πρωτοπόρους, οφείλεται στο οργανωμένο μάρκετινγκ, στην αξιοκρατική στελέχωση υπηρεσιών στο εσωτερικό, στην καταρτισμένη εμπορική διπλωματία στο εξωτερικό και στην προτεραιότητα που δίνεται στην προώθηση των εξαγωγών της.

Η φτώχεια περιορίζεται στις πόλεις

Στον αστικό της όμως χώρο τα πράγματα είναι ακόμη γκρίζα. Είκοσι εκατομμύρια Βραζιλιάνων (περίπου το 10%) ζουν σε συνθήκες «ακραίας φτώχειας».

Σύμφωνα με τη γεωγραφία της φτώχειας, οι μεγαλουπόλεις της χώρας προηγούνται, ενώ οι αγροτικές επαρχίες τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα, λόγω της επιχειρηματικής νοοτροπίας και της εξωστρέφειας του αγροτικού κόσμου που έχει αποκτηθεί μετά από πολύχρονη προσπάθεια όλων. Οι αγρότες αγοράζουν εισροές και πωλούν την παραγωγή τους μόνο στο μέτρο που τους επιτρέπει η διεθνής προσφορά και ζήτηση. Στηρίζονται στην τεχνολογία, στην επιστήμη και στις υπηρεσίες γεωργικών εφαρμογών που παρέχονται από την πολιτεία. Η εναλλακτική αγροτική Βραζιλία ενισχύει τελικά την περιρρέουσα άποψη ότι στην αγροτική πρακτική δεν μετράει τόσο το μέγεθος και η υπερπαραγωγή, αλλά «το επαρκές και το προσαρμοστικό στις απαιτητικές διεθνείς αγορές». Εδώ όμως η έννοια της επάρκειας αποκτά παγκόσμιο νόημα και δεν μιλάμε για τη σκέτη αυτάρκεια.

Η εντύπωση πάντως ότι η γεωργική δραστηριότητα έχει αποψιλώσει φυσικά οικοσυστήματα της χώρας έχει την αντικειμενική της βάση, αλλά έχει και ισχυρό «οικονομικό» αντίλογο σε διαδοχικές χρονιές επιδεινούμενης κρίσης και αναρρίχησης των τιμών των αγροτικών προϊόντων (μεγαλύτερη η ζήτηση από την προσφορά αγροδιατροφικών αγαθών). Η μεγαλύτερη γεωργική επανάσταση γίνεται εδώ και 40 χρόνια σε επιλεγμένες «τσέπες γης» στην επαρχία Cerrado, βάσει χωροταξικού σχεδιασμού και οριοθέτησης οικοσυστημάτων (εκτείνεται σε πέντε πολιτείες της χώρας, νότια και μακριά από τον Αμαζόνιο, σε έκταση 2,04 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων, 15 περίπου φορές η έκταση της Ελλάδας). Η παραγωγή σόγιας και καλαμποκιού στην περιοχή ήδη δείχνει να αγγίζει την παραγωγή των ΗΠΑ. Οι συνεχιζόμενες όμως αποψιλώσεις φυσικής βλάστησης προκαλούν ισχυρές αντιδράσεις για τον τρόπο διαχείρισης των φυσικών πόρων και της επιθετικής επικράτησης της γεωργικής χρήσης υπεράνω όλων. Η «αποψιλωτική πολιτική», από την άλλη μεριά, υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια «ουδέτερη έως πτωχή νεο-τροπική σαβάνα» με πολύ μικρό πληθυσμό προστατευόμενων ειδών πανίδας και χλωρίδας.

 Οι Γενετικά Τροποποιημένοι Οργανισμοί (ΓΤΟ)

Μέχρι το 2003 οι Βραζιλιάνοι καλλιεργούσαν το μύθο της «καθαρής χώρας» από γενετικά τροποποιημένα προϊόντα για εμπορικούς λόγους. Τον Σεπτέμβριο 2003 η Βραζιλία απογοήτευσε τους περιβαλλοντολόγους και μεγάλη μερίδα «σκεπτόμενων» καταναλωτών όταν αποφάσισε να υποχωρήσει στις πιέσεις των ΗΠΑ και να αποδεχθεί την καλλιέργεια των ΓΤΟ. Η δικαιολογία από το βραζιλιάνικο ΥΠΑΑΤ ήταν ότι «έπρεπε να προσαρμοστεί η χώρα στις εξελίξεις της τεχνολογίας»!

Οι αντίπαλοι των ΓΤΟ επέκριναν για στροφή 180 μοιρών υπέρ των αμερικανικών συμφερόντων τον πρόεδρο Λούλα ντα Σίλβα, το Εργατικό Κόμμα του οποίου (ΡΤ) αντιπάλεψε σθεναρά τους ΓΤΟ όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση. Στην αρχή παρουσιάστηκε ως έκτακτο μέτρο που θα ίσχυε μόνο μία χρονιά, γιατί οι αγρότες της επαρχίας Ρίο Γκράντε Ντο Σουλ έφερναν λαθραία στη χώρα ΓΤΟ σπόρους από τη γειτονική Αργεντινή, στην οποία η εμπορία των ΓΤΟ σπόρων είναι νόμιμη. Από το λαθρεμπόριο ΓΤΟ σπόρων στη Βραζιλία η εταιρεία Μονσάντο κέρδιζε 100 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο, ενώ στο μεταξύ είχε επενδύσει 600 εκατομμύρια για την προώθηση ΓΤΟ σπόρων στη Βραζιλία και στην αγορά βραζιλιάνικων εταιρειών σπόρων. Τελικά στα μυαλά των κυβερνώντων της Βραζιλίας υπερίσχυσε το «αφού επιμολυνθήκαμε, ας τα επιτρέψουμε»!

Σήμερα στη Βραζιλία καλλιεργούνται γενετικά τροποποιημένα σόγια και καλαμπόκι σε περίπου 255 εκατομμύρια στρέμματα (7 φορές το σύνολο της ελληνικής καλλιεργήσιμης γης). Από αυτά, 190 εκατ. στρέμματα καταλαμβάνει μόνη της η μεταλλαγμένη σόγια. Οι οικολογικές οργανώσεις, με πρώτη την οργάνωση «Βραζιλία Ελεύθερη από Τροποποιημένα» (GM Free Brazil) κατηγόρησαν την κυβέρνηση Λούλα «για παραλείψεις και, αντί να εφαρμόσει τους νόμους, άφησε τα μεγάλα συμφέροντα στη γεωργία να επιβάλλουν τους δικούς τους όρους».

paragogi.net

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου