Εισήγηση του Περιφερειάρχη Δυτικής Μακεδονίας Γεωργίου K. Δακή στο συνέδριο Αγροτικής Ανάπτυξης του Economist που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Η ενίσχυση της αγροτικής οικονομίας, ιδιαίτερα για τη Χώρα μας η οποία βιώνει συνθήκες γενικευμένης οικονομικής ύφεσης, έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και καθεστώς ασφυκτικής δημοσιονομικής προσαρμογής, αποτελεί κυρίαρχη και στρατηγικής σημασίας αναπτυξιακή προτεραιότητα. Προκειμένου όμως ο αγροτικός τομέας να μετατραπεί σε βασικό πυλώνα ανάπτυξης και όχημα εξόδου από την κρίση, απαιτείται... ένας ολοκληρωμένος και ρεαλιστικός σχεδιασμός σε κεντρικό επίπεδο. Απαιτείται μια αποτελεσματική εξειδίκευση των μέτρων και δράσεων σε επίπεδο Περιφερειών. Απαιτούνται απλοποιημένες και λειτουργικές διαδικασίες εφαρμογής πρωτίστως στο μέτωπο της παραγωγής.
Το ευρωπαϊκό και εθνικό περιβάλλον
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Κοινή Αγροτική Πολιτική της περιόδου 2014-2020 βρίσκεται σε μεταρρυθμιστική διαδικασία. Μια διαδικασία η οποία καλείται να αναδείξει και να στηρίξει την ισχυρή διαδραστική σχέση μεταξύ της ευρωπαϊκής αγροτικής πολιτικής και της επισιτιστικής ασφάλειας, της προσφοράς βασικών αγαθών σε προσιτές τιμές για τους πολίτες, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων, την προστασία της βιοποικιλότητας, τη συνοχή των ευρωπαϊκών περιφερειών.
Σε εθνικό επίπεδο, ο αγροτικός τομέας βιώνει χρόνιες και διαχρονικές στρεβλώσεις οι οποίες σαφέστατα προϋπήρχαν της οικονομικής κρίσης. Ενδεικτικά αναφέρονται η ελλιπής στήριξη των δομών και υποδομών επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης των νέων κυρίως αγροτών, η χαμηλή διασύνδεση της έρευνας και της καινοτομίας με την παραγωγή και μεταποίηση, οι ισχνές συνεργατικές πρακτικές μεταξύ των παραγωγών. Αυτών δεδομένων, οφείλουμε να περάσουμε το μήνυμα στην αγροτική κοινότητα αλλά και την κοινωνία γενικότερα, ότι το μέλλον της εθνικής μας αγροτικής οικονομίας περνάει μέσα από την καινοτομία, την ποιότητα και την εξωστρέφεια.
Οι προκλήσεις και οι προοπτικές για τη Δυτική Μακεδονία
Για την Περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας, η ισχυρή επίδραση της λιγνιτικής δραστηριότητας των τελευταίων δεκαετιών, εκτόπισε παραδοσιακά επαγγέλματα και δεξιότητες μεταξύ αυτών και της αγροτικής ενασχόλησης.
Δίνοντας εν συντομία τα βασικά χαρακτηριστικά του πρωτογενούς τομέα της Δυτικής Μακεδονίας, θα σημείωνα ότι η Περιφέρειά μας διαθέτει το 13% της καλλιεργήσιμης γης σε εθνικό επίπεδο. Περισσότερο από το 32% των όσπριων, 29% των μαλακών σιτηρών, 25% του κριθαριού και 20% των μήλων καλλιεργούνται στα γεωγραφικά όρια της Δυτικής Μακεδονίας. Πέραν αυτών, η αγροτική παραγωγή στη Δυτική Μακεδονία περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων με σημαντικότερα τα φασόλια, τις πατάτες, τα κηπευτικά, τα τυροκομικά και γαλακτοκομικά, τα οπωρικά, τα κάστανα, τα εξαιρετικής ποιότητας κρασιά και βεβαίως, το μοναδικής ποιότητας αρωματικό φυτό γνωστό ως Κρόκος Κοζάνης. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλά από τα παραπάνω προϊόντα παράγονται με τους απαιτούμενους όρους για να χαρακτηρισθούν ως «προϊόντα ποιότητας», τόσο ως προς τις συνθήκες παραγωγής όσο και ως προς τις εφαρμοζόμενες τεχνικές. Ιδιαίτερης μνείας χρήζουν τα ροδάκινα Βελβενδού, πιστοποιημένα από την AGROCERT μέσω της «Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Παραγωγής οπωρικών», η παραγωγή των οποίων συνεισφέρει σχεδόν το 3,5% του ακαθάριστου αγροτικού προϊόντος της ΠΕ Κοζάνης.
Όσον αφορά στον παραδοσιακά ισχυρό κλάδο της γουνοποιίας στην περιοχή μας, τα τελευταία χρόνια ξεκίνησε μια σημαντική προσπάθεια για την εκτροφή γουνοφόρων ζώων με προοπτική να υποκατασταθεί ένα τμήμα των εισαγωγών ώστε να καταστεί περισσότερο ανταγωνιστικός ο συγκεκριμένος κλάδος. Σήμερα, στη Δυτική Μακεδονία παράγονται περίπου 1.250.000 γουνοδέρματα σε 45 εκτροφεία, ενώ περισσότεροι από 400 αυτοαπασχολούμενοι, μόνιμοι ή εποχικοί εργαζόμενοι απασχολούνται στη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Σύμφωνα με σχετικές μελέτες, ιδιαίτερα ενθαρρυντική διαγράφεται η προοπτική του τομέα της γουνοποιίας στην περιφέρειά μας. Η παραγωγή γουνοδερμάτων μπορεί να ξεπεράσει τις 3,5 εκ μονάδες, συντηρώντας περισσότερες από 2000 θέσεις εργασίας και συνεισφέροντας κατά 150 εκ ευρώ στην εθνική μας οικονομία.
Επιπλέον, στην Περιφέρεια εκτρέφονται συνολικά 583.000 αιγοπρόβατα και 35.000 βοοειδή. Ο κλάδος συμμετέχει στη διαμόρφωση της συνολικής ακαθάριστης προσόδου του αγροτικού τομέα με ποσοστό 22% και αποτελεί τη σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα του πρωτογενή τομέα.
Μετά το 2016 και λαμβάνοντας υπόψη τη σχεδιαζόμενη απόσυρση σημαντικού μέρους της εγκατεστημένης λιγνιτικής παραγωγής στη Δυτική Μακεδονία, ο πρωτογενής τομέας θα κληθεί να απορροφήσει μεγάλο μέρος από το ήδη πλεονάζον εργατικό δυναμικό αλλά και να αυξήσει το μερίδιό του στη διαμόρφωση του περιφερειακού πλούτου σε επίπεδο Περιφέρειας.
Στην κατεύθυνση αυτή, εκπονήθηκε ήδη το επιχειρησιακό σχέδιο αγροτικής ανάπτυξης με την επωνυμία «Καλάθι αγροτικών προϊόντων Δυτικής Μακεδονίας», τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση και βρίσκεται σε διαδικασία υλοποίησης.
Το επιχειρησιακό σχέδιο δομείται και υλοποιείται μέσα από επτά (7) συνεκτικές δράσεις:
Η πρώτη δράση αφορά στη διαμόρφωση του καλλιεργητικού χάρτη σε Περιφερειακό επίπεδο. Στην προοπτική αυτή, έχουν χαρακτηριστεί στη Δυτική Μακεδονία εννέα ειδικές ζώνες αγροτικής ανάπτυξης. Στις ζώνες αυτές αντιστοιχούν και προκρίνονται συγκεκριμένα προϊόντα τα οποία ομαδοποιούνται σε τέσσερις κατηγορίες. Δυναμικά προϊόντα (κρασιά, οπωρικά ή κρόκος), προϊόντα με ταυτότητα περιοχής (μήλα, πατάτες, κάστανα κλπ), παραδοσιακά προϊόντα (π.χ. ξινοτύρι, μανούρι, μέλι) και τέλος, νέα-καινοτόμα προϊόντα όπως μανιτάρια, τρούφα, σαλιγκάρια, ενεργειακά και πολυδύναμα φυτά.
Η δεύτερη δράση σχετίζεται με τα αναγκαία έργα υποδομών όπως για παράδειγμα ταμιευτήρες υδάτων και δίκτυα άρδευσης, αναδασμοί, υποδομές προσβασιμότητας, αποθήκες, δικτυακές διασυνδέσεις και μεταποιητικές μονάδες.
Η τρίτη δράση επικεντρώνεται στη συνεργασία των δομών της Περιφέρειας με τα συναρμόδια Υπουργεία. Αναφέρομαι κυρίως στη στήριξη της αγροτικής παραγωγής μέσω των δομών έρευνας και κατάρτισης αλλά και της γεωπονικής ή κτηνιατρικής υποστήριξης. Σήμερα, οι δομές αυτές είναι διάσπαρτες ανάμεσα σε υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, της Περιφέρειας, κρατικών Οργανισμών ή των Δήμων. Προτείνεται η λειτουργική συνεργασία τους με στόχο την αποτελεσματική υποστήριξη των αγροτών.
Η αγροδιατροφική σύμπραξη αποτελεί την τέταρτη δράση. Όσο σημαντική είναι η ποσοτική ή/και η ποιοτική παραγωγή καθώς και η πιστοποίηση των αγροτικών προϊόντων, άλλο τόσο σημαντική είναι η δυνατότητα ανταγωνιστικής και επωφελούς για τον παραγωγό διείσδυσης των προϊόντων στην αγορά. Ο Ν.4015/11 προβλέπει, προς το σκοπό αυτό, τη δυνατότητα ίδρυσης αστικής μη κερδοσκοπικής Εταιρείας με πρωτοβουλία της Περιφέρειας και στην περίπτωσή μας, με την επωνυμία «Αγροδιατροφική Σύμπραξη Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας». Βρισκόμαστε ήδη σε φάση προετοιμασίας για τη σύστασή της.
Η πέμπτη δράση αφορά στην πιστοποίηση των προϊόντων της Περιφέρειας. Η επιτόπου πιστοποίηση των αγροτικών προϊόντων στη Δυτική Μακεδονία θα τα προσδώσει υπεραξία και θα τα καταστήσει ανταγωνιστικά και αναγνωρίσιμα, με συνέπεια την ενίσχυση της θέσης τους στην αγορά.
Η έκτη δράση αφορά στη λειτουργία Δημοπρατηρίου αγροτικών προϊόντων με τη μορφή Ανώνυμης Εταιρείας. Με ευθύνη της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας θα ξεκινήσει διαδικασία διαβούλευσης, ώστε να διευκρινιστούν όλα τα σημεία που αφορούν στη λειτουργία μιας τέτοιας δομής, να δρομολογηθούν αποφάσεις των οργάνων των παραγωγών σχετικά με τη συμμετοχή, να γίνουν επαφές με όμορες Περιφέρειες τόσο σε διοικητικό όσο και σε επίπεδο φορέων.
Η έβδομη και τελευταία δράση σχετίζεται με τη σύσταση Ομάδων Παραγωγών προκειμένου να προωθήσουν αποτελεσματικά τα προϊόντα τους στις αγορές. Στη Δυτική Μακεδονία, έχουν αναγνωριστεί και λειτουργούν έξι Ομάδες Παραγωγών οι οποίες καλύπτουν την παραγωγή οπωρικών, δημητριακών, όσπριων και ζωοτροφών. Ενδιαφέρον επίσης έχουν εκφράσει ομάδες παραγωγών στους τομείς των ενεργειακών φυτών και των βιολογικών προϊόντων. Αναδυόμενες δραστηριότητες οι οποίες πέραν της κρατικής στήριξης, χρήζουν και προϋποθέτουν συλλογική έκφραση από την παραγωγή μέχρι την προώθηση. Όσον αφορά στα ενεργειακά φυτά, ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η συνεισφορά τους στη διαχείριση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) μέσω της συνδυασμένης καύσης τους με λιγνίτη, αλλά και στη σταδιακή διεύρυνση του ενεργειακού χαρακτήρα της Δυτικής Μακεδονίας.
Συμπεράσματα
Οι αλλαγές στο παραγωγικό μοντέλο του αγροτικού χώρου θεωρούνται αναπόφευκτες και επιβεβλημένες, προκειμένου ο πρωτογενής τομέας να αποτελέσει βασικό μοχλό εξόδου της Χώρας μας από την οικονομική κρίση. Οι αλλαγές αυτές θα πρέπει να τύχουν πολιτικής συναίνεσης και ευρείας αποδοχής από την πλευρά όλων των εμπλεκομένων φορέων. Ως κυρίαρχα ζητούμενα αναδεικνύονται η ποιότητα, η επιτόπου μεταποίηση, η διαφοροποίηση στην παραγωγή, η προσαρμογή στη Γνώση και η λειτουργία συλλογικών σχημάτων από την παραγωγή μέχρι την προώθηση και εμπορία.
Η αγροτική οικονομία γενικότερα, αλλά κυρίως η γεωργική παραγωγή, αποτελούν εγχειρήματα με υψηλό βαθμό στοχαστικότητας. Αν προσθέσουμε την απειλή της λειψυδρίας, τον κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής, των πιέσεων και ανταγωνισμών σε θέματα χρήσης γης και τη στενότητα των ενεργειακών πόρων, τότε, ο πρωτογενής τομέας ανάγεται σε εγχείρημα υψηλού έως πολύ υψηλού κινδύνου. Για αυτούς ακριβώς τους λόγους, απαιτείται από την πλευρά της κεντρικής εξουσίας ένας ολοκληρωμένος και προσεκτικός σχεδιασμός μακράς πνοής και παράλληλα, συνειδητή και ξεκάθαρη αποδοχή του από το σύνολο των κοινωνικών εταίρων.
Σας ευχαριστώ.
Η ενίσχυση της αγροτικής οικονομίας, ιδιαίτερα για τη Χώρα μας η οποία βιώνει συνθήκες γενικευμένης οικονομικής ύφεσης, έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και καθεστώς ασφυκτικής δημοσιονομικής προσαρμογής, αποτελεί κυρίαρχη και στρατηγικής σημασίας αναπτυξιακή προτεραιότητα. Προκειμένου όμως ο αγροτικός τομέας να μετατραπεί σε βασικό πυλώνα ανάπτυξης και όχημα εξόδου από την κρίση, απαιτείται... ένας ολοκληρωμένος και ρεαλιστικός σχεδιασμός σε κεντρικό επίπεδο. Απαιτείται μια αποτελεσματική εξειδίκευση των μέτρων και δράσεων σε επίπεδο Περιφερειών. Απαιτούνται απλοποιημένες και λειτουργικές διαδικασίες εφαρμογής πρωτίστως στο μέτωπο της παραγωγής.
Το ευρωπαϊκό και εθνικό περιβάλλον
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Κοινή Αγροτική Πολιτική της περιόδου 2014-2020 βρίσκεται σε μεταρρυθμιστική διαδικασία. Μια διαδικασία η οποία καλείται να αναδείξει και να στηρίξει την ισχυρή διαδραστική σχέση μεταξύ της ευρωπαϊκής αγροτικής πολιτικής και της επισιτιστικής ασφάλειας, της προσφοράς βασικών αγαθών σε προσιτές τιμές για τους πολίτες, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων, την προστασία της βιοποικιλότητας, τη συνοχή των ευρωπαϊκών περιφερειών.
Σε εθνικό επίπεδο, ο αγροτικός τομέας βιώνει χρόνιες και διαχρονικές στρεβλώσεις οι οποίες σαφέστατα προϋπήρχαν της οικονομικής κρίσης. Ενδεικτικά αναφέρονται η ελλιπής στήριξη των δομών και υποδομών επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης των νέων κυρίως αγροτών, η χαμηλή διασύνδεση της έρευνας και της καινοτομίας με την παραγωγή και μεταποίηση, οι ισχνές συνεργατικές πρακτικές μεταξύ των παραγωγών. Αυτών δεδομένων, οφείλουμε να περάσουμε το μήνυμα στην αγροτική κοινότητα αλλά και την κοινωνία γενικότερα, ότι το μέλλον της εθνικής μας αγροτικής οικονομίας περνάει μέσα από την καινοτομία, την ποιότητα και την εξωστρέφεια.
Οι προκλήσεις και οι προοπτικές για τη Δυτική Μακεδονία
Για την Περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας, η ισχυρή επίδραση της λιγνιτικής δραστηριότητας των τελευταίων δεκαετιών, εκτόπισε παραδοσιακά επαγγέλματα και δεξιότητες μεταξύ αυτών και της αγροτικής ενασχόλησης.
Δίνοντας εν συντομία τα βασικά χαρακτηριστικά του πρωτογενούς τομέα της Δυτικής Μακεδονίας, θα σημείωνα ότι η Περιφέρειά μας διαθέτει το 13% της καλλιεργήσιμης γης σε εθνικό επίπεδο. Περισσότερο από το 32% των όσπριων, 29% των μαλακών σιτηρών, 25% του κριθαριού και 20% των μήλων καλλιεργούνται στα γεωγραφικά όρια της Δυτικής Μακεδονίας. Πέραν αυτών, η αγροτική παραγωγή στη Δυτική Μακεδονία περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων με σημαντικότερα τα φασόλια, τις πατάτες, τα κηπευτικά, τα τυροκομικά και γαλακτοκομικά, τα οπωρικά, τα κάστανα, τα εξαιρετικής ποιότητας κρασιά και βεβαίως, το μοναδικής ποιότητας αρωματικό φυτό γνωστό ως Κρόκος Κοζάνης. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλά από τα παραπάνω προϊόντα παράγονται με τους απαιτούμενους όρους για να χαρακτηρισθούν ως «προϊόντα ποιότητας», τόσο ως προς τις συνθήκες παραγωγής όσο και ως προς τις εφαρμοζόμενες τεχνικές. Ιδιαίτερης μνείας χρήζουν τα ροδάκινα Βελβενδού, πιστοποιημένα από την AGROCERT μέσω της «Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Παραγωγής οπωρικών», η παραγωγή των οποίων συνεισφέρει σχεδόν το 3,5% του ακαθάριστου αγροτικού προϊόντος της ΠΕ Κοζάνης.
Όσον αφορά στον παραδοσιακά ισχυρό κλάδο της γουνοποιίας στην περιοχή μας, τα τελευταία χρόνια ξεκίνησε μια σημαντική προσπάθεια για την εκτροφή γουνοφόρων ζώων με προοπτική να υποκατασταθεί ένα τμήμα των εισαγωγών ώστε να καταστεί περισσότερο ανταγωνιστικός ο συγκεκριμένος κλάδος. Σήμερα, στη Δυτική Μακεδονία παράγονται περίπου 1.250.000 γουνοδέρματα σε 45 εκτροφεία, ενώ περισσότεροι από 400 αυτοαπασχολούμενοι, μόνιμοι ή εποχικοί εργαζόμενοι απασχολούνται στη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Σύμφωνα με σχετικές μελέτες, ιδιαίτερα ενθαρρυντική διαγράφεται η προοπτική του τομέα της γουνοποιίας στην περιφέρειά μας. Η παραγωγή γουνοδερμάτων μπορεί να ξεπεράσει τις 3,5 εκ μονάδες, συντηρώντας περισσότερες από 2000 θέσεις εργασίας και συνεισφέροντας κατά 150 εκ ευρώ στην εθνική μας οικονομία.
Επιπλέον, στην Περιφέρεια εκτρέφονται συνολικά 583.000 αιγοπρόβατα και 35.000 βοοειδή. Ο κλάδος συμμετέχει στη διαμόρφωση της συνολικής ακαθάριστης προσόδου του αγροτικού τομέα με ποσοστό 22% και αποτελεί τη σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα του πρωτογενή τομέα.
Μετά το 2016 και λαμβάνοντας υπόψη τη σχεδιαζόμενη απόσυρση σημαντικού μέρους της εγκατεστημένης λιγνιτικής παραγωγής στη Δυτική Μακεδονία, ο πρωτογενής τομέας θα κληθεί να απορροφήσει μεγάλο μέρος από το ήδη πλεονάζον εργατικό δυναμικό αλλά και να αυξήσει το μερίδιό του στη διαμόρφωση του περιφερειακού πλούτου σε επίπεδο Περιφέρειας.
Στην κατεύθυνση αυτή, εκπονήθηκε ήδη το επιχειρησιακό σχέδιο αγροτικής ανάπτυξης με την επωνυμία «Καλάθι αγροτικών προϊόντων Δυτικής Μακεδονίας», τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση και βρίσκεται σε διαδικασία υλοποίησης.
Το επιχειρησιακό σχέδιο δομείται και υλοποιείται μέσα από επτά (7) συνεκτικές δράσεις:
Η πρώτη δράση αφορά στη διαμόρφωση του καλλιεργητικού χάρτη σε Περιφερειακό επίπεδο. Στην προοπτική αυτή, έχουν χαρακτηριστεί στη Δυτική Μακεδονία εννέα ειδικές ζώνες αγροτικής ανάπτυξης. Στις ζώνες αυτές αντιστοιχούν και προκρίνονται συγκεκριμένα προϊόντα τα οποία ομαδοποιούνται σε τέσσερις κατηγορίες. Δυναμικά προϊόντα (κρασιά, οπωρικά ή κρόκος), προϊόντα με ταυτότητα περιοχής (μήλα, πατάτες, κάστανα κλπ), παραδοσιακά προϊόντα (π.χ. ξινοτύρι, μανούρι, μέλι) και τέλος, νέα-καινοτόμα προϊόντα όπως μανιτάρια, τρούφα, σαλιγκάρια, ενεργειακά και πολυδύναμα φυτά.
Η δεύτερη δράση σχετίζεται με τα αναγκαία έργα υποδομών όπως για παράδειγμα ταμιευτήρες υδάτων και δίκτυα άρδευσης, αναδασμοί, υποδομές προσβασιμότητας, αποθήκες, δικτυακές διασυνδέσεις και μεταποιητικές μονάδες.
Η τρίτη δράση επικεντρώνεται στη συνεργασία των δομών της Περιφέρειας με τα συναρμόδια Υπουργεία. Αναφέρομαι κυρίως στη στήριξη της αγροτικής παραγωγής μέσω των δομών έρευνας και κατάρτισης αλλά και της γεωπονικής ή κτηνιατρικής υποστήριξης. Σήμερα, οι δομές αυτές είναι διάσπαρτες ανάμεσα σε υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, της Περιφέρειας, κρατικών Οργανισμών ή των Δήμων. Προτείνεται η λειτουργική συνεργασία τους με στόχο την αποτελεσματική υποστήριξη των αγροτών.
Η αγροδιατροφική σύμπραξη αποτελεί την τέταρτη δράση. Όσο σημαντική είναι η ποσοτική ή/και η ποιοτική παραγωγή καθώς και η πιστοποίηση των αγροτικών προϊόντων, άλλο τόσο σημαντική είναι η δυνατότητα ανταγωνιστικής και επωφελούς για τον παραγωγό διείσδυσης των προϊόντων στην αγορά. Ο Ν.4015/11 προβλέπει, προς το σκοπό αυτό, τη δυνατότητα ίδρυσης αστικής μη κερδοσκοπικής Εταιρείας με πρωτοβουλία της Περιφέρειας και στην περίπτωσή μας, με την επωνυμία «Αγροδιατροφική Σύμπραξη Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας». Βρισκόμαστε ήδη σε φάση προετοιμασίας για τη σύστασή της.
Η πέμπτη δράση αφορά στην πιστοποίηση των προϊόντων της Περιφέρειας. Η επιτόπου πιστοποίηση των αγροτικών προϊόντων στη Δυτική Μακεδονία θα τα προσδώσει υπεραξία και θα τα καταστήσει ανταγωνιστικά και αναγνωρίσιμα, με συνέπεια την ενίσχυση της θέσης τους στην αγορά.
Η έκτη δράση αφορά στη λειτουργία Δημοπρατηρίου αγροτικών προϊόντων με τη μορφή Ανώνυμης Εταιρείας. Με ευθύνη της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας θα ξεκινήσει διαδικασία διαβούλευσης, ώστε να διευκρινιστούν όλα τα σημεία που αφορούν στη λειτουργία μιας τέτοιας δομής, να δρομολογηθούν αποφάσεις των οργάνων των παραγωγών σχετικά με τη συμμετοχή, να γίνουν επαφές με όμορες Περιφέρειες τόσο σε διοικητικό όσο και σε επίπεδο φορέων.
Η έβδομη και τελευταία δράση σχετίζεται με τη σύσταση Ομάδων Παραγωγών προκειμένου να προωθήσουν αποτελεσματικά τα προϊόντα τους στις αγορές. Στη Δυτική Μακεδονία, έχουν αναγνωριστεί και λειτουργούν έξι Ομάδες Παραγωγών οι οποίες καλύπτουν την παραγωγή οπωρικών, δημητριακών, όσπριων και ζωοτροφών. Ενδιαφέρον επίσης έχουν εκφράσει ομάδες παραγωγών στους τομείς των ενεργειακών φυτών και των βιολογικών προϊόντων. Αναδυόμενες δραστηριότητες οι οποίες πέραν της κρατικής στήριξης, χρήζουν και προϋποθέτουν συλλογική έκφραση από την παραγωγή μέχρι την προώθηση. Όσον αφορά στα ενεργειακά φυτά, ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η συνεισφορά τους στη διαχείριση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) μέσω της συνδυασμένης καύσης τους με λιγνίτη, αλλά και στη σταδιακή διεύρυνση του ενεργειακού χαρακτήρα της Δυτικής Μακεδονίας.
Συμπεράσματα
Οι αλλαγές στο παραγωγικό μοντέλο του αγροτικού χώρου θεωρούνται αναπόφευκτες και επιβεβλημένες, προκειμένου ο πρωτογενής τομέας να αποτελέσει βασικό μοχλό εξόδου της Χώρας μας από την οικονομική κρίση. Οι αλλαγές αυτές θα πρέπει να τύχουν πολιτικής συναίνεσης και ευρείας αποδοχής από την πλευρά όλων των εμπλεκομένων φορέων. Ως κυρίαρχα ζητούμενα αναδεικνύονται η ποιότητα, η επιτόπου μεταποίηση, η διαφοροποίηση στην παραγωγή, η προσαρμογή στη Γνώση και η λειτουργία συλλογικών σχημάτων από την παραγωγή μέχρι την προώθηση και εμπορία.
Η αγροτική οικονομία γενικότερα, αλλά κυρίως η γεωργική παραγωγή, αποτελούν εγχειρήματα με υψηλό βαθμό στοχαστικότητας. Αν προσθέσουμε την απειλή της λειψυδρίας, τον κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής, των πιέσεων και ανταγωνισμών σε θέματα χρήσης γης και τη στενότητα των ενεργειακών πόρων, τότε, ο πρωτογενής τομέας ανάγεται σε εγχείρημα υψηλού έως πολύ υψηλού κινδύνου. Για αυτούς ακριβώς τους λόγους, απαιτείται από την πλευρά της κεντρικής εξουσίας ένας ολοκληρωμένος και προσεκτικός σχεδιασμός μακράς πνοής και παράλληλα, συνειδητή και ξεκάθαρη αποδοχή του από το σύνολο των κοινωνικών εταίρων.
Σας ευχαριστώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου