Του Δρα Σταμάτη Σεκλιζιώτη
Η «Αγορά των Αγροτών» ή αλλιώς η «Αγορά Παραγωγού» (διεθνώς: Farmer Market) είναι «αγορά, όπου αποκλειστικά ο παραγωγός πουλά τα προϊόντα του κατ’ ευθείαν στον καταναλωτή, χωρίς καμία απολύτως διαμεσολάβηση στη διακίνηση των προϊόντων του, υπό την προστασία και εποπτεία των τοπικών αρχών, σε συνθήκες οργάνωσης και έλεγχου».
Ο σκοποί του θεσμού είναι «η διαμόρφωση συνθηκών προσφοράς και ζήτησης σε όφελος των παραγωγών και των καταναλωτών, παράκαμψη της οποιασδήποτε ενδιάμεσης επιβάρυνσης στο τελικό προϊόν, διαμόρφωση της πιο κλειστής κατά το δυνατόν ψαλίδας μεταξύ τιμών παραγωγού και καταναλωτή, περιθωριοποίηση της κερδοσκοπίας, συμπίεση των τιμών των αγαθών σε ανταγωνιστικά επίπεδα και ομαλοποίηση της αγοράς στον αγροδιατροφικό τομέα, ενισχύοντας τα εγχώρια προϊόντα και την αύξηση της ζήτησης συντελώντας στην υποκατάσταση των εισαγόμενων με κατεύθυνση την αυτάρκεια σε τοπική και, γιατί όχι, σε εθνική κλίμακα».
Ποια τα Χαρακτηριστικά «Αγορές των Αγροτών» με τις Λαϊκές αγορές
Χαρακτηριστικά των «Αγορών Παραγωγού» και οι διαφορές τους από τις Λαϊκές Αγορές συνοψίζονται στα παρακάτω:
1. Προσκομίζονται και προσφέρονται γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα από εγχώριες εκμεταλλεύσεις και κατά προκαθορισμένη, διοικητική περιοχή.
2. Προϊόντα ένδυσης, υπόδησης, είδη οικιακής χρήσης, παιχνίδια, κλπ, δεν ανήκουν στην κατηγορία των «αγροδιατροφικών προϊόντων».
3. Γίνεται σαφής διαχωρισμός μεταξύ «Αγροτών Παραγωγών» και «Επαγγελματιών πωλητών», με τους τελευταίους να μην συμμετέχουν, αλλά και να μην χάνουν το δικαίωμα συμμετοχής τους σε λαϊκές αγορές ή άλλες ανοικτές αγορές. Δεν αποκλείονται οι αγρότες πωλητές. Αποκλείονται οι μη αγρότες «χονδρέμποροι», οι «μεταπράτες», οι «λιανοπωλητές» και διάφοροι μη παραγωγοί «γυρολόγοι».
4. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν οι αποκλειστικοί- κατά κύριο επάγγελμα- αγρότες ή όσων το κύριο ετήσιο οικογενειακό εισόδημα προέρχεται από αγροτική δραστηριότητα (εγγεγραμμένοι σε μητρώα παραγωγών).
5. Η είσοδος δεν είναι ελεύθερη σε όλους τους παραγωγούς, παρά μόνον σε όσους πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που ορίζουν το σχετικό, θεσμικό πλαίσιο και οι κανόνες λειτουργίας (π.χ. Προέλευση προϊόντος, Πιστοποίηση βιολογικής, Αριθμός Μητρώου Αγρότη, ΑΦΜ, Ταμειακή μηχανή, κλπ, είναι μερικές από τις προϋποθέσεις).
6. Η καλλιεργητική δραστηριότητα των δικαιούχων αγροτών και η παραγωγή των προϊόντων τους λαμβάνουν χώρα μέσα στα γεωγραφικά όρια της περιοχής (Δήμος ή Αντιπεριφέρεια), την οποία η κάθε οργανωμένη «Αγορά Παραγωγού» καλείται να εξυπηρετεί.
7. Διεθνώς, πρόκειται για μόνιμες εγκαταστάσεις σε επιλεγμένους, με χωροταξικά και πληθυσμιακά κριτήρια, χώρους εντός μίας ή περισσότερων διοικητικών γεωγραφικών περιοχών (Δήμος, Επαρχία, Αντιπεριφέρεια) και με πλήρη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων λειτουργίας και ελέγχων στις Περιφέρειες και τους Δήμους.
8. Λειτουργούν κάτω από κατάλληλο για τον σκοπό και «ανεξάρτητο» θεσμικό καθεστώς. Απαιτείται Ειδικό Νομικό Πλαίσιο διϋπουργικού χαρακτήρα (ΥΠΑΑΤ, Υπ. Ανάπτυξης & Εμπορίου, ΥΠΕΚΑ και Υπ. Υγείας), βάσει του οποίου σαφώς θα διαφοροποιείται ο ρόλος και ο σκοπός τους από τις γνωστές Λαϊκές αγορές, των οποίων τον Διοικητικό και Εποπτικό έλεγχο τον ασκούν οι Οργανισμοί των Λαϊκών Αγορών και τα Διοικητικά Συμβούλια των Οργανισμών.
9. Αντίθετα, οι χωροθετημένοι και ειδικά σχεδιασμένοι χώροι των «Αγορών Παραγωγού» έχουν δημόσιο χαρακτήρα, ενώ παραχωρούνται «έτοιμοι» από τους ΟΤΑ, έναντι μικρού αντιτίμου (συμβολική εισφορά ή ανταποδοτικού τέλους). Η αγροτική συμμετοχή μπορεί να είναι ατομική, οικογενειακή, ομαδική ή συνεταιριστική.
10. Το περιεχόμενο και η ιδέα «δημιουργίας» των «Αγορών των Αγροτών» εμπεριέχει την κοινωνικοοικονομική διάσταση (οικονομικό όφελος υπέρ παραγωγού και καταναλωτή, δημιουργία συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού, καλύτερη επόπτευση της δημόσιας υγείας, περιορισμός φαινομένων κερδοσκοπίας και ανάπτυξη πιο ουσιαστικής και στενότερης σχέσης μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών).
11. Ανάλογα με το μέγεθος και την επιφάνεια που καλύπτουν, διαθέτουν τις κατάλληλες υποδομές, όπως Διαγραμμίσεις, Σημάνσεις, Ηλεκτροδότηση (& φωτισμό), Υδροδότηση, Πυρόσβεση, Αποχέτευση, Σταθμό καυσίμων, Περίφραξη, Πύλες εισόδου/εξόδου αγροτικών οχημάτων με φυλάκιο, Παρκινγκ επισκεπτών και αγροτικών οχημάτων, Έτοιμους αριθμημένους πάγκους έκθεσης προϊόντων, Υπόστεγα, Ψυκτικές εγκαταστάσεις, Κάδους απορριμμάτων ανακύκλωσης και μονάδα Κομποστοποίησης, Χώρους ξεκούρασης επισκεπτών και αγροτών, Πρώτες βοήθειες, Αναψυκτήριο και Αίθουσα προβολών & διαλέξεων, Δημόσιες τουαλέτες, Κτίριο διοίκησης & πληροφόρησης, Γεωτεχνικών, Φορολογικών, Υγειονομικών & ελεγκτών ΕΦΕΤ, κλιμάκιο Καθαρισμού και Δημοτικής αστυνομίας, Διαδικτυακή σύνδεση, Χώρους και μέσα συγκέντρωσης δωρεάν προϊόντων για Κοινωφελή Ιδρύματα, Σωματεία, Εκκλησία, και Οργανισμούς, Διαμορφωμένους χώρους με καλλωπιστικό πράσινο, ανεμοφράκτες και δενδροφυτεύσεις σκιάς, ανάγλυφους χλοοτάπητες για picnic, κλπ.
12. Ακόμη και στα κέντρα των μεγαλουπόλεων, σε μικρότερη κλίμακα, οι αγορές παραγωγών μπορούν να εξυπηρετούν το κοινό από στεγασμένες ή ημιυπαίθριες εγκαταστάσεις (στο εξωτερικό έχει προβλεφθεί η χρήση αστικών κενών, οικόπεδων και χώρων πρασίνου μετά από ειδική διαμόρφωση).
13. Οι «Αγορές Παραγωγού» παραμένουν ανοικτές σε καθημερινή βάση, σε αντίθεση με τις λαϊκές αγορές, οι οποίες λειτουργούν μια φορά την εβδομάδα σε μη μόνιμους χώρους, προκαλούν σωρεία περιβαλλοντικών προβλημάτων σε πολλαπλάσιο αστικό χώρο από όσον χρειάζονται, είναι συνεχώς μετακινούμενες, όπως δυστυχώς ορίζουν οι κατά τόπους δημοτικές αρχές και με τις ανάλογες χρεώσεις, ιδιαίτερα εξοντωτικές. Είναι γνωστό ότι διάφορες «δημοτικές χρεώσεις και τέλη» μετακυλίονται τελικά στις τιμές καταναλωτή, αλλοιώνοντας την όλη «φιλοσοφία» περί των «φθηνότερων αγαθών».
14. Όποιος παραγωγός συγκομίζει τα προϊόντα του και πληροί τις προϋποθέσεις συμμετοχής, μπορεί να τα μεταφέρει στην «Αγορά Παραγωγού» οποιαδήποτε ημέρα και ώρα, εφόσον έχει διασφαλίσει τον απαραίτητο χώρο (αριθμημένη θέση) εντός της αγοράς και μετά από προσυνεννόηση με τη διαχείριση (με ενημέρωση του κοινού περί του είδους και της ποσότητας του προϊόντος, πληροφορίες οι οποίες μπορούν να αναρτώντα στο διαδίκτυο και στις υπηρεσίες του δήμου, από την προηγούμενη ημέρα).
15. Ο καταναλωτής ενημερώνεται και γνωρίζει εκ των προτέρων ότι οποιαδήποτε ημέρα και ώρα αποφασίζει να επισκεφθεί τον χώρο, θα βρει τα προϊόντα άμεσης ανάγκης ή κάποια απ’ αυτά. Στο εξωτερικό υπάρχει συνεχής διαδικτυακή πληροφόρηση για τη διαθεσιμότητα των αγαθών, το είδος του προϊόντος και τις κυμαινόμενες τιμές ημέρας (για κάθε μία «Αγορά των Αγροτών» ξεχωριστά, η οποία επιβάλλεται να είναι συνδεμένη με το διαδίκτυο με δική της ιστοσελίδα, και με συνεχή ροή προϊόντων και τιμών).
16. Οι «Αγορές Παραγωγών» λειτουργούν ουσιαστικά ως ανοιχτά σούπερ μάρκετ αγροτικών προϊόντων (ολόκληρη την ημέρα και εβδομάδα) με προσκόμιση προϊόντων από τους ίδιους τους παραγωγούς (φρούτα, λαχανικά, συντηρημένα, αποξηραμένα, όσπρια, κλπ) και εκτίθενται ταξινομημένα και χωροθετημένα εντός των εγκαταστάσεων της αγοράς κατά κατηγορία, σε βιολογικά, συμβατικά, φυτικής ή ζωικής παραγωγής, σε υπόστεγα, ή θέσεις παρκινγκ (πώληση από την καρότσα), κλπ.
17. Οι «Αγορές Παραγωγών» παρέχουν την ευκαιρία στους αγρότες αλλά και στους καταναλωτές, να εμπορεύονται είδη αγροτικών προϊόντων που είναι δυσεύρετα, υπηρετούν ιδιαίτερες διατροφικές απαιτήσεις και διατίθενται σε μικρές ποσότητες, ενώ μέσα από προσωπικές γνωριμίες προμηθευτή και αγοραστή αναπτύσσεται η ζήτηση και δημιουργούνται ευκαιρίες προώθησης εναλλακτικών προϊόντων και ποικιλιών που αλλιώς δεν θα ήταν εφικτές.
18. Για τα αναγκαία στον καταναλωτή προϊόντα που δεν παράγονται στο άμεσο διοικητικό διαμέρισμα της «Αγοράς Παραγωγού» αλλά προέρχονται από απόμακρες αγροτικές περιφέρειες της χώρας, οι παραγωγοί και οι ομάδες παραγωγών που τα παράγουν θα μπορούν να τα προσκομίζουν και να τα πωλούν μετά από ειδική πρόβλεψη και διακανονισμό συμμετοχής.
19. Εισαγόμενα είδη (φρούτα και λαχανικά) θα μπορούν να μεταπωλούνται εντός της «αγοράς των αγροτών», υπό την προϋπόθεση ότι δεν παράγονται εγχωρίως και μόνο μετά από ειδική άδεια και διακανονισμό.
20. Οι «Αγορές των Αγροτών», όπου αυτές έχουν εφαρμοστεί σαν θεσμός και δημιούργησαν μια μικρή ιστορία, αποδείχτηκαν ως οι χώροι διακίνησης της καλύτερης ποιότητας αγροτικών προϊόντων συγκριτικά με άλλους τρόπους εμπορίας και πώλησης (μανάβικα, σούπερ μάρκετ, λαϊκές, κλπ) με πολύ ελάχιστα καταγεγραμμένα περιστατικά αλλοιώσεων. Είναι γενική η αποδοχή ότι τα νωπά, αγροτικά προϊόντα «ταλαιπωρούνται» πολύ λιγότερο όταν διατίθενται κατ’ ευθείαν από τους αγρότες στους καταναλωτές μέσα από «Αγορές των Αγροτών», λόγω αποφυγής μακράς αποθήκευσης, ψύξης, πολλών ενδιάμεσων χεριών και διαδοχικών μεταφορτώσεων.
21. Οι αγορές αυτές έχουν δημιουργήσει πολύ καλύτερες συνεργασίες μεταξύ «συγχωριανών» αλλά και παραγωγών ομοειδών προϊόντων, δημιουργώντας κίνητρα για ποιοτικότερη παραγωγή και για καλύτερη οργάνωση των εκμεταλλεύσεων τους, με ανεπτυγμένο αίσθημα ανεξαρτησίας και ευθύνης.
Εξαγγελίες Ίδρυσης «Αγορών Αγροτών» τα αίτια και η πραγματικότητα
Είναι πασίγνωστη η αδυναμία ομαλοποίησης της αγοράς των τροφίμων με κυρίαρχη την «κάθετη μείωση οικογενειακών εισοδημάτων σε επίπεδα 40-50% σε περίοδο δύο ετών, χωρίς αντίστοιχη αλλά αντίθετα μηδενική μείωση των τιμών καταναλωτή, μέχρι και προκλητική αύξηση σε πολλά είδη πρώτης ανάγκης». Η οικογενειακή δαπάνη για τρόφιμα έχει αγγίξει απογοητευτικά ύψη για την ελληνική οικογένεια, μεγάλο μέρος της οποίας αφορά (δυστυχώς) εισαγόμενα είδη, με «αμήχανη έως παράλυτη» την παρουσία του κράτους, «αδιάφορο έως αδύναμο» να ελέγξει την μεσάζουσα κερδοσκοπία και φοροδιαφυγή.
Οι υπεύθυνες εξαγγελίες και υποσχέσεις των αρμοδίων για στοχευμένες Παρεμβάσεις των Υπηρεσιών Ελέγχου, της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της δημιουργίας Δημοπρατηρίων, δημιουργίες «Αγορών Αγροτών» (Farmer Markets), Μητρώων αγροτών και εμπόρων και οτιδήποτε άλλο «υποχρεούνται να πράξουν» (ως απαίτηση ενός σύγχρονου κράτους) με στόχο και χρέος την προστασία του εισοδήματος, της επισιτιστικής επάρκειας και της δημόσιας υγείας των πολιτών, παραμένουν «φαντεζί» εξαγγελίες «εντυπωσιασμού» και χωρίς απολύτως καμία πρακτική σημασία. Η υλοποίηση οποιασδήποτε κυβερνητικής εξαγγελίας χωρίς να προηγούνται μελέτες σκοπιμότητας και βιωσιμότητας και η οποία απαιτεί «δημόσια δαπάνη» και συμμετοχή, δεν μπορεί να είναι υλοποιήσιμη σε περίοδο κρίσης, εάν δεν γίνει κατανοητή ή κριθεί ως «επένδυση ανταποδοτικού χαρακτήρα» με θετικά κοινωνικοοικονομικά οφέλη.
Βιώματα του έλληνα Καταναλωτή και η απουσία των Μηχανισμών
Ο γενικά δύσπιστος καταναλωτής βιώνει ήδη πρωτόγνωρες εμπειρίες στη χώρα, η οποία υπήρξε κάποτε αυτάρκης σε τρόφιμα και μάλιστα σε περιόδους εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωζώνης. Ήταν οι εποχές που ο αγροτικός κόσμος αντιπροσώπευε το 20% και πλέον του ενεργού πληθυσμού, το σύνολο σχεδόν της ελληνικής, γόνιμης γης καλλιεργούνταν (περί τα 37 εκατομμύρια στρέμματα με τεράστια ποικιλότητα προϊόντων από ντόπιο γενετικό βιοαπόθεμα), η δε κτηνοτροφία αποτελούσε μία από τις βασικές δραστηριότητες και υπήρχε υπερεπάρκεια παραγωγής βασικών τροφίμων (με δυνατότητα διατήρησης εθνικών αποθεμάτων για ημέρες κρίσεων). Η πραμάτεια των αγροτών ανεμπόδιστα έβρισκε τον δρόμο της προς τις αγορές στις πόλεις, σε ανταγωνιστικές μάλιστα τιμές (μέσα από παζάρια, λαϊκές, κεντρικές και συνοικιακές αγορές και γυρολόγους).
Αυτά συνέβαιναν χωρίς μεσάζοντες και πριν ακόμη «διογκωθεί» υπέρμετρα το μεταπρατικό εμπόριο, ανατραπούν οι «ισορροπίες προσφοράς και ζήτησης και ανοίξει απαράδεκτα η ψαλίδα τιμών παραγωγού και καταναλωτή». Παρά τα νόμιμα και χορταστικά περιθώρια χονδρεμπορικού και λιανεμπορικού κέρδους που ορίζονταν από μια σειρά αγορανομικές διατάξεις, περιστασιακές διατιμήσεις για επιλεγμένα αγαθά, και τους «συστηματικούς» αγορανομικούς ελέγχους, βαθμιαία όλα τα μέτρα εξασθενούσαν στο όνομα μιας «ελεύθερης αγοράς», η οποία τελικά «τους ξέφυγε σε ουρανούς ασυδοσίας κυκλωμάτων και συμφερόντων». Επιπλέον, μέσα σ’ αυτή την εξέλιξη (με ή χωρίς σχεδιασμό) βιώνουμε διαχρονικά τη χαλάρωση και την αδυναμία ενός κράτους να παρεμβαίνει, να αρέσκεται επικοινωνιακά (άρα αντιπαραγωγικά) σε νοοτροπίες εξαγγελιών «άνευ κόστους», να αναλώνεται σε «επεξηγήσεις» και «αναλύσεις» αγροτικής πολιτικής, που ποτέ δεν σχεδίασε ή μελέτησε, έτσι για να δικαιολογεί τη δική του απραξία και παραλυσία, τα δύο απολύτως υπεύθυνα συστατικά της σημερινής οικονομικής μιζέριας.
Με την είσοδο της χώρας στην ΕΕ επικράτησε η βαθμιαία υποκατάσταση της εγχώριας παραγωγής και προσφοράς αγαθών από μαζικές εισαγωγές σε «τιμές καταναλωτή Ευρώπης για μισθούς Νότου». Για τέσσερις και πλέον δεκαετίες καλλιεργήθηκαν ξανά και ξανά τεράστιες εκτάσεις γόνιμης ελληνικής γης με τις ίδιες καλλιέργειες, ζημιώθηκε το περιβάλλον και ο υδροφόρος ορίζοντας και χάθηκε πολύτιμος χρόνος για χάρη των «επιδοτούμενων» καλλιεργητικών πρακτικών, έτσι, χωρίς όραμα, χωρίς εθνοκεντρικό σχεδιασμό και χωρίς λογική, αφήνοντας να διαμορφωθεί ένα ιδιάζον «μοντέλο «καταναλωτισμού», αδιαφορώντας για το πού και ποιός παράγει τρόφιμα και το χειρότερο, αγνοώντας το ποιός τελικά ωφελούνταν περισσότερο από τις αδιαμαρτύρητα αποδεκτές ΚΑΠ, σχεδιασμένες από αποφασισμένους βόρειους για ανυποψίαστους νότιους, όπως βεβαιώνεται και εκ του αποτελέσματος».
Στη συνέχεια και μέχρι την τωρινή κρίση, οι τιμές καταναλωτή στην Ευρωζώνη παρέμειναν υψηλές με συνεχώς μειούμενη την αγοραστική δύναμη του Ευρώ μέσα σε ένα «μωσαϊκό» πληθωρισμών με συνεχείς διακυμάνσεις (ξεχωριστά και διαφορετικά και για κάθε κράτος μέλος). Όλα αυτά σε κλίμα μιας αναποφάσιστης, αργής, και εξοργιστικά «ηγεμονευμένης» Ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, (σαφώς εν γνώσει της), η οποία δείχνει να περιφρονεί την ανάγκη για περιορισμό αυτών των πληθωριστικών διακυμάνσεων και να μην αποτολμά μέτρα, τα οποία θα πάψουν να είναι οριζόντια για όλες τις χώρες μέλη, αλλά εκείνα που θα εστιάζουν σε συγκεκριμένες δέσμες «ρύθμισης τοπικών αγορών καταναλωτικών προϊόντων» σε συγκεκριμένα κράτη μέλη, όπως η χώρα μας.
Μερικά χρήσιμα συμπεράσματα
Συνυπολογίζοντας τους διαθέσιμους και πολύτιμους φυσικούς πόρους, το ανθρώπινο δυναμικό, το βιοκλίμα και το πολύτιμο φορτίο της αγροτικής βιοποικιλότητας του τόπου, η εικόνα της διατροφικής αφθονίας και αυτάρκειας της χώρας δεν δικαιολογείται να ανήκει στο παρελθόν, αλλά συνεχίζει να παραμένει πάντοτε «εφικτή και με τη δική της δυναμική».
Λόγω της στρεβλής, αγροτικής παραγωγής, της ανυπαρξίας εθνικού σχεδίου, της έλλειψης αγροτικού αναπτυξιακού οράματος στην πράξη, του «οργανωτικού χάους και της εμπορικής ασυδοσίας», δεν είναι εύκολο η εικόνα αυτή να αποκατασταθεί άμεσα. Οι μεταρρυθμίσεις στο Γεωργικό Τομέα είναι πολλαπλού χαρακτήρα και απαιτούν δέσμες από μέτρα και παρεμβάσεις, μέσα από μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και σε «σοβαρή» οργανωτική βάση. Οι διορθώσεις στο δίκτυο προσφοράς, ζήτησης και διανομής απαιτούν καινοτομίες και εφαρμογές πολιτικών και πρακτικών που έχουν ήδη φέρει εντυπωσιακά αποτελέσματα σε άλλες χώρες της ΕΕ και όχι μόνο. Οι «Αγορές των Αγροτών» αποτελούν μόνο ένα μέρος του όλου, αλλά σίγουρα ελπιδοφόρο εργαλείο διόρθωσης και ρύθμισης, γόνιμο κύτταρο ανάπτυξης ενός υγιούς οργανισμού «διάθεσης των αγαθών».
Η έννοια και η αναγκαιότητα για «Αγορές των Αγροτών» εκτός από τις εξαγγελίες, δεν πέρασαν στο ευρύ κοινό ως κάτι διαφορετικότερο από τις γνωστές σε όλους «λαϊκές αγορές» ούτε κατανοεί ο πολύς κόσμος «την πραγματική διαδρομή» και τα «κριτήρια τιμολόγησης» των προϊόντων, την ώρα που ψωνίζει και τα προμηθεύεται. Δεν υπήρξαν μέχρι σήμερα, ερμηνευτικές επεξηγήσεις, ανάλυση σχεδίων και προθέσεων, ούτε κάποια συνέχεια επί του θέματος (όπως άλλωστε συμβαίνει με όλες τις εξαγγελίες εντυπωσιασμού), με αποτέλεσμα να επικρατεί δικαιολογημένα η σύγχυση περί τίνος πρόκειται, πόσο χρήσιμες είναι και πόσο εφικτές μπορούν να φαντάζουν μέσα σε κλίμα βαθιάς οικονομικής δυσπραγίας, μηδενικών δημόσιων επενδύσεων και γενικής παραλυσίας των μηχανισμών. Οι «Αγορές των Αγροτών» δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα «επαρχιακό παζάρι» σε σύγχρονες συνθήκες οργάνωσης. Είναι δημόσια επένδυση ανταποδοτικού χαρακτήρα και θεμελιακή μεταρρύθμιση (π.χ. μαζί με τα Δημοπρατήρια αγροτικών προϊόντων και τη συστηματική χωρίς «ξέφτισμα» εξυγίανση του χονδρεμπορίου και λιανεμπορίου).
Με βάση τα ευμεγέθη, κοινωνικοοικονομικά οφέλη που προσφέρουν οι «Αγορές των Αγροτών» μέσα από κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, καλούνται οι ΟΤΑ να πάρουν τις πρωτοβουλίες, να γίνουν οι ίδιοι «κοινωνοί της ιδέας», φορείς υλοποίησης εθνοκεντρικών αγροδιατροφικών πολιτικών και διαχειριστές του θεσμού.
Στις ΗΠΑ λειτουργούν, σήμερα, περί τις 8000 οργανωμένες «Αγορές Αγροτών» εγγεγραμμένες σε Μητρώο του Αμερικανικού Υπουργείου Γεωργίας, Υπηρεσία Γεωργικού Μάρκετινγκ (USDA/Agricultural Marketing Service), με χαρτογραφικό ευρετήριο σε ομοσπονδιακή κλίμακα προς διευκόλυνση των καταναλωτών. Αναφέρεται αύξηση των αγορών αυτών με ρυθμούς 10% ετησίως, καθώς είναι πολύ δημοφιλείς στους καταναλωτές και προσφέρουν φρέσκα και υγιεινά προϊόντα σε συμφέρουσες τιμές. Οι αγορές των αγροτών, διεθνώς, μετατρέπονται σε διατροφικό κίνημα και life style κατά των αλυσίδων ταχυφαγίας (fast food), εισάγοντας την αργοφαγία (slow food) και την προτίμηση για φρέσκα, τοπικά προϊόντα.
Η διεθνής εμπειρία διδάσκει ότι οι πρωτογενείς και δευτερογενείς επιπτώσεις για τις τοπικές αγροτικές κοινωνίες και τους καταναλωτές από τη λειτουργία των «Αγορών των Αγροτών» είναι μόνο θετικές με βαθμιαία την «εγκαθίδρυση» ενός νέου και «καθαρού» συστήματος εμπορίας βασικών διατροφικών αγαθών, και υγιεινής διατροφής μακριά από σκοτεινές διαδρομές και τριτοκοσμικές συνθήκες ανεξέλεγκτης διακίνησης και διάθεσης.
paragogi.net
Η «Αγορά των Αγροτών» ή αλλιώς η «Αγορά Παραγωγού» (διεθνώς: Farmer Market) είναι «αγορά, όπου αποκλειστικά ο παραγωγός πουλά τα προϊόντα του κατ’ ευθείαν στον καταναλωτή, χωρίς καμία απολύτως διαμεσολάβηση στη διακίνηση των προϊόντων του, υπό την προστασία και εποπτεία των τοπικών αρχών, σε συνθήκες οργάνωσης και έλεγχου».
Ο σκοποί του θεσμού είναι «η διαμόρφωση συνθηκών προσφοράς και ζήτησης σε όφελος των παραγωγών και των καταναλωτών, παράκαμψη της οποιασδήποτε ενδιάμεσης επιβάρυνσης στο τελικό προϊόν, διαμόρφωση της πιο κλειστής κατά το δυνατόν ψαλίδας μεταξύ τιμών παραγωγού και καταναλωτή, περιθωριοποίηση της κερδοσκοπίας, συμπίεση των τιμών των αγαθών σε ανταγωνιστικά επίπεδα και ομαλοποίηση της αγοράς στον αγροδιατροφικό τομέα, ενισχύοντας τα εγχώρια προϊόντα και την αύξηση της ζήτησης συντελώντας στην υποκατάσταση των εισαγόμενων με κατεύθυνση την αυτάρκεια σε τοπική και, γιατί όχι, σε εθνική κλίμακα».
Ποια τα Χαρακτηριστικά «Αγορές των Αγροτών» με τις Λαϊκές αγορές
Χαρακτηριστικά των «Αγορών Παραγωγού» και οι διαφορές τους από τις Λαϊκές Αγορές συνοψίζονται στα παρακάτω:
1. Προσκομίζονται και προσφέρονται γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα από εγχώριες εκμεταλλεύσεις και κατά προκαθορισμένη, διοικητική περιοχή.
2. Προϊόντα ένδυσης, υπόδησης, είδη οικιακής χρήσης, παιχνίδια, κλπ, δεν ανήκουν στην κατηγορία των «αγροδιατροφικών προϊόντων».
3. Γίνεται σαφής διαχωρισμός μεταξύ «Αγροτών Παραγωγών» και «Επαγγελματιών πωλητών», με τους τελευταίους να μην συμμετέχουν, αλλά και να μην χάνουν το δικαίωμα συμμετοχής τους σε λαϊκές αγορές ή άλλες ανοικτές αγορές. Δεν αποκλείονται οι αγρότες πωλητές. Αποκλείονται οι μη αγρότες «χονδρέμποροι», οι «μεταπράτες», οι «λιανοπωλητές» και διάφοροι μη παραγωγοί «γυρολόγοι».
4. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν οι αποκλειστικοί- κατά κύριο επάγγελμα- αγρότες ή όσων το κύριο ετήσιο οικογενειακό εισόδημα προέρχεται από αγροτική δραστηριότητα (εγγεγραμμένοι σε μητρώα παραγωγών).
5. Η είσοδος δεν είναι ελεύθερη σε όλους τους παραγωγούς, παρά μόνον σε όσους πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που ορίζουν το σχετικό, θεσμικό πλαίσιο και οι κανόνες λειτουργίας (π.χ. Προέλευση προϊόντος, Πιστοποίηση βιολογικής, Αριθμός Μητρώου Αγρότη, ΑΦΜ, Ταμειακή μηχανή, κλπ, είναι μερικές από τις προϋποθέσεις).
6. Η καλλιεργητική δραστηριότητα των δικαιούχων αγροτών και η παραγωγή των προϊόντων τους λαμβάνουν χώρα μέσα στα γεωγραφικά όρια της περιοχής (Δήμος ή Αντιπεριφέρεια), την οποία η κάθε οργανωμένη «Αγορά Παραγωγού» καλείται να εξυπηρετεί.
7. Διεθνώς, πρόκειται για μόνιμες εγκαταστάσεις σε επιλεγμένους, με χωροταξικά και πληθυσμιακά κριτήρια, χώρους εντός μίας ή περισσότερων διοικητικών γεωγραφικών περιοχών (Δήμος, Επαρχία, Αντιπεριφέρεια) και με πλήρη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων λειτουργίας και ελέγχων στις Περιφέρειες και τους Δήμους.
8. Λειτουργούν κάτω από κατάλληλο για τον σκοπό και «ανεξάρτητο» θεσμικό καθεστώς. Απαιτείται Ειδικό Νομικό Πλαίσιο διϋπουργικού χαρακτήρα (ΥΠΑΑΤ, Υπ. Ανάπτυξης & Εμπορίου, ΥΠΕΚΑ και Υπ. Υγείας), βάσει του οποίου σαφώς θα διαφοροποιείται ο ρόλος και ο σκοπός τους από τις γνωστές Λαϊκές αγορές, των οποίων τον Διοικητικό και Εποπτικό έλεγχο τον ασκούν οι Οργανισμοί των Λαϊκών Αγορών και τα Διοικητικά Συμβούλια των Οργανισμών.
9. Αντίθετα, οι χωροθετημένοι και ειδικά σχεδιασμένοι χώροι των «Αγορών Παραγωγού» έχουν δημόσιο χαρακτήρα, ενώ παραχωρούνται «έτοιμοι» από τους ΟΤΑ, έναντι μικρού αντιτίμου (συμβολική εισφορά ή ανταποδοτικού τέλους). Η αγροτική συμμετοχή μπορεί να είναι ατομική, οικογενειακή, ομαδική ή συνεταιριστική.
10. Το περιεχόμενο και η ιδέα «δημιουργίας» των «Αγορών των Αγροτών» εμπεριέχει την κοινωνικοοικονομική διάσταση (οικονομικό όφελος υπέρ παραγωγού και καταναλωτή, δημιουργία συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού, καλύτερη επόπτευση της δημόσιας υγείας, περιορισμός φαινομένων κερδοσκοπίας και ανάπτυξη πιο ουσιαστικής και στενότερης σχέσης μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών).
11. Ανάλογα με το μέγεθος και την επιφάνεια που καλύπτουν, διαθέτουν τις κατάλληλες υποδομές, όπως Διαγραμμίσεις, Σημάνσεις, Ηλεκτροδότηση (& φωτισμό), Υδροδότηση, Πυρόσβεση, Αποχέτευση, Σταθμό καυσίμων, Περίφραξη, Πύλες εισόδου/εξόδου αγροτικών οχημάτων με φυλάκιο, Παρκινγκ επισκεπτών και αγροτικών οχημάτων, Έτοιμους αριθμημένους πάγκους έκθεσης προϊόντων, Υπόστεγα, Ψυκτικές εγκαταστάσεις, Κάδους απορριμμάτων ανακύκλωσης και μονάδα Κομποστοποίησης, Χώρους ξεκούρασης επισκεπτών και αγροτών, Πρώτες βοήθειες, Αναψυκτήριο και Αίθουσα προβολών & διαλέξεων, Δημόσιες τουαλέτες, Κτίριο διοίκησης & πληροφόρησης, Γεωτεχνικών, Φορολογικών, Υγειονομικών & ελεγκτών ΕΦΕΤ, κλιμάκιο Καθαρισμού και Δημοτικής αστυνομίας, Διαδικτυακή σύνδεση, Χώρους και μέσα συγκέντρωσης δωρεάν προϊόντων για Κοινωφελή Ιδρύματα, Σωματεία, Εκκλησία, και Οργανισμούς, Διαμορφωμένους χώρους με καλλωπιστικό πράσινο, ανεμοφράκτες και δενδροφυτεύσεις σκιάς, ανάγλυφους χλοοτάπητες για picnic, κλπ.
12. Ακόμη και στα κέντρα των μεγαλουπόλεων, σε μικρότερη κλίμακα, οι αγορές παραγωγών μπορούν να εξυπηρετούν το κοινό από στεγασμένες ή ημιυπαίθριες εγκαταστάσεις (στο εξωτερικό έχει προβλεφθεί η χρήση αστικών κενών, οικόπεδων και χώρων πρασίνου μετά από ειδική διαμόρφωση).
13. Οι «Αγορές Παραγωγού» παραμένουν ανοικτές σε καθημερινή βάση, σε αντίθεση με τις λαϊκές αγορές, οι οποίες λειτουργούν μια φορά την εβδομάδα σε μη μόνιμους χώρους, προκαλούν σωρεία περιβαλλοντικών προβλημάτων σε πολλαπλάσιο αστικό χώρο από όσον χρειάζονται, είναι συνεχώς μετακινούμενες, όπως δυστυχώς ορίζουν οι κατά τόπους δημοτικές αρχές και με τις ανάλογες χρεώσεις, ιδιαίτερα εξοντωτικές. Είναι γνωστό ότι διάφορες «δημοτικές χρεώσεις και τέλη» μετακυλίονται τελικά στις τιμές καταναλωτή, αλλοιώνοντας την όλη «φιλοσοφία» περί των «φθηνότερων αγαθών».
14. Όποιος παραγωγός συγκομίζει τα προϊόντα του και πληροί τις προϋποθέσεις συμμετοχής, μπορεί να τα μεταφέρει στην «Αγορά Παραγωγού» οποιαδήποτε ημέρα και ώρα, εφόσον έχει διασφαλίσει τον απαραίτητο χώρο (αριθμημένη θέση) εντός της αγοράς και μετά από προσυνεννόηση με τη διαχείριση (με ενημέρωση του κοινού περί του είδους και της ποσότητας του προϊόντος, πληροφορίες οι οποίες μπορούν να αναρτώντα στο διαδίκτυο και στις υπηρεσίες του δήμου, από την προηγούμενη ημέρα).
15. Ο καταναλωτής ενημερώνεται και γνωρίζει εκ των προτέρων ότι οποιαδήποτε ημέρα και ώρα αποφασίζει να επισκεφθεί τον χώρο, θα βρει τα προϊόντα άμεσης ανάγκης ή κάποια απ’ αυτά. Στο εξωτερικό υπάρχει συνεχής διαδικτυακή πληροφόρηση για τη διαθεσιμότητα των αγαθών, το είδος του προϊόντος και τις κυμαινόμενες τιμές ημέρας (για κάθε μία «Αγορά των Αγροτών» ξεχωριστά, η οποία επιβάλλεται να είναι συνδεμένη με το διαδίκτυο με δική της ιστοσελίδα, και με συνεχή ροή προϊόντων και τιμών).
16. Οι «Αγορές Παραγωγών» λειτουργούν ουσιαστικά ως ανοιχτά σούπερ μάρκετ αγροτικών προϊόντων (ολόκληρη την ημέρα και εβδομάδα) με προσκόμιση προϊόντων από τους ίδιους τους παραγωγούς (φρούτα, λαχανικά, συντηρημένα, αποξηραμένα, όσπρια, κλπ) και εκτίθενται ταξινομημένα και χωροθετημένα εντός των εγκαταστάσεων της αγοράς κατά κατηγορία, σε βιολογικά, συμβατικά, φυτικής ή ζωικής παραγωγής, σε υπόστεγα, ή θέσεις παρκινγκ (πώληση από την καρότσα), κλπ.
17. Οι «Αγορές Παραγωγών» παρέχουν την ευκαιρία στους αγρότες αλλά και στους καταναλωτές, να εμπορεύονται είδη αγροτικών προϊόντων που είναι δυσεύρετα, υπηρετούν ιδιαίτερες διατροφικές απαιτήσεις και διατίθενται σε μικρές ποσότητες, ενώ μέσα από προσωπικές γνωριμίες προμηθευτή και αγοραστή αναπτύσσεται η ζήτηση και δημιουργούνται ευκαιρίες προώθησης εναλλακτικών προϊόντων και ποικιλιών που αλλιώς δεν θα ήταν εφικτές.
18. Για τα αναγκαία στον καταναλωτή προϊόντα που δεν παράγονται στο άμεσο διοικητικό διαμέρισμα της «Αγοράς Παραγωγού» αλλά προέρχονται από απόμακρες αγροτικές περιφέρειες της χώρας, οι παραγωγοί και οι ομάδες παραγωγών που τα παράγουν θα μπορούν να τα προσκομίζουν και να τα πωλούν μετά από ειδική πρόβλεψη και διακανονισμό συμμετοχής.
19. Εισαγόμενα είδη (φρούτα και λαχανικά) θα μπορούν να μεταπωλούνται εντός της «αγοράς των αγροτών», υπό την προϋπόθεση ότι δεν παράγονται εγχωρίως και μόνο μετά από ειδική άδεια και διακανονισμό.
20. Οι «Αγορές των Αγροτών», όπου αυτές έχουν εφαρμοστεί σαν θεσμός και δημιούργησαν μια μικρή ιστορία, αποδείχτηκαν ως οι χώροι διακίνησης της καλύτερης ποιότητας αγροτικών προϊόντων συγκριτικά με άλλους τρόπους εμπορίας και πώλησης (μανάβικα, σούπερ μάρκετ, λαϊκές, κλπ) με πολύ ελάχιστα καταγεγραμμένα περιστατικά αλλοιώσεων. Είναι γενική η αποδοχή ότι τα νωπά, αγροτικά προϊόντα «ταλαιπωρούνται» πολύ λιγότερο όταν διατίθενται κατ’ ευθείαν από τους αγρότες στους καταναλωτές μέσα από «Αγορές των Αγροτών», λόγω αποφυγής μακράς αποθήκευσης, ψύξης, πολλών ενδιάμεσων χεριών και διαδοχικών μεταφορτώσεων.
21. Οι αγορές αυτές έχουν δημιουργήσει πολύ καλύτερες συνεργασίες μεταξύ «συγχωριανών» αλλά και παραγωγών ομοειδών προϊόντων, δημιουργώντας κίνητρα για ποιοτικότερη παραγωγή και για καλύτερη οργάνωση των εκμεταλλεύσεων τους, με ανεπτυγμένο αίσθημα ανεξαρτησίας και ευθύνης.
Εξαγγελίες Ίδρυσης «Αγορών Αγροτών» τα αίτια και η πραγματικότητα
Είναι πασίγνωστη η αδυναμία ομαλοποίησης της αγοράς των τροφίμων με κυρίαρχη την «κάθετη μείωση οικογενειακών εισοδημάτων σε επίπεδα 40-50% σε περίοδο δύο ετών, χωρίς αντίστοιχη αλλά αντίθετα μηδενική μείωση των τιμών καταναλωτή, μέχρι και προκλητική αύξηση σε πολλά είδη πρώτης ανάγκης». Η οικογενειακή δαπάνη για τρόφιμα έχει αγγίξει απογοητευτικά ύψη για την ελληνική οικογένεια, μεγάλο μέρος της οποίας αφορά (δυστυχώς) εισαγόμενα είδη, με «αμήχανη έως παράλυτη» την παρουσία του κράτους, «αδιάφορο έως αδύναμο» να ελέγξει την μεσάζουσα κερδοσκοπία και φοροδιαφυγή.
Οι υπεύθυνες εξαγγελίες και υποσχέσεις των αρμοδίων για στοχευμένες Παρεμβάσεις των Υπηρεσιών Ελέγχου, της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της δημιουργίας Δημοπρατηρίων, δημιουργίες «Αγορών Αγροτών» (Farmer Markets), Μητρώων αγροτών και εμπόρων και οτιδήποτε άλλο «υποχρεούνται να πράξουν» (ως απαίτηση ενός σύγχρονου κράτους) με στόχο και χρέος την προστασία του εισοδήματος, της επισιτιστικής επάρκειας και της δημόσιας υγείας των πολιτών, παραμένουν «φαντεζί» εξαγγελίες «εντυπωσιασμού» και χωρίς απολύτως καμία πρακτική σημασία. Η υλοποίηση οποιασδήποτε κυβερνητικής εξαγγελίας χωρίς να προηγούνται μελέτες σκοπιμότητας και βιωσιμότητας και η οποία απαιτεί «δημόσια δαπάνη» και συμμετοχή, δεν μπορεί να είναι υλοποιήσιμη σε περίοδο κρίσης, εάν δεν γίνει κατανοητή ή κριθεί ως «επένδυση ανταποδοτικού χαρακτήρα» με θετικά κοινωνικοοικονομικά οφέλη.
Βιώματα του έλληνα Καταναλωτή και η απουσία των Μηχανισμών
Ο γενικά δύσπιστος καταναλωτής βιώνει ήδη πρωτόγνωρες εμπειρίες στη χώρα, η οποία υπήρξε κάποτε αυτάρκης σε τρόφιμα και μάλιστα σε περιόδους εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωζώνης. Ήταν οι εποχές που ο αγροτικός κόσμος αντιπροσώπευε το 20% και πλέον του ενεργού πληθυσμού, το σύνολο σχεδόν της ελληνικής, γόνιμης γης καλλιεργούνταν (περί τα 37 εκατομμύρια στρέμματα με τεράστια ποικιλότητα προϊόντων από ντόπιο γενετικό βιοαπόθεμα), η δε κτηνοτροφία αποτελούσε μία από τις βασικές δραστηριότητες και υπήρχε υπερεπάρκεια παραγωγής βασικών τροφίμων (με δυνατότητα διατήρησης εθνικών αποθεμάτων για ημέρες κρίσεων). Η πραμάτεια των αγροτών ανεμπόδιστα έβρισκε τον δρόμο της προς τις αγορές στις πόλεις, σε ανταγωνιστικές μάλιστα τιμές (μέσα από παζάρια, λαϊκές, κεντρικές και συνοικιακές αγορές και γυρολόγους).
Αυτά συνέβαιναν χωρίς μεσάζοντες και πριν ακόμη «διογκωθεί» υπέρμετρα το μεταπρατικό εμπόριο, ανατραπούν οι «ισορροπίες προσφοράς και ζήτησης και ανοίξει απαράδεκτα η ψαλίδα τιμών παραγωγού και καταναλωτή». Παρά τα νόμιμα και χορταστικά περιθώρια χονδρεμπορικού και λιανεμπορικού κέρδους που ορίζονταν από μια σειρά αγορανομικές διατάξεις, περιστασιακές διατιμήσεις για επιλεγμένα αγαθά, και τους «συστηματικούς» αγορανομικούς ελέγχους, βαθμιαία όλα τα μέτρα εξασθενούσαν στο όνομα μιας «ελεύθερης αγοράς», η οποία τελικά «τους ξέφυγε σε ουρανούς ασυδοσίας κυκλωμάτων και συμφερόντων». Επιπλέον, μέσα σ’ αυτή την εξέλιξη (με ή χωρίς σχεδιασμό) βιώνουμε διαχρονικά τη χαλάρωση και την αδυναμία ενός κράτους να παρεμβαίνει, να αρέσκεται επικοινωνιακά (άρα αντιπαραγωγικά) σε νοοτροπίες εξαγγελιών «άνευ κόστους», να αναλώνεται σε «επεξηγήσεις» και «αναλύσεις» αγροτικής πολιτικής, που ποτέ δεν σχεδίασε ή μελέτησε, έτσι για να δικαιολογεί τη δική του απραξία και παραλυσία, τα δύο απολύτως υπεύθυνα συστατικά της σημερινής οικονομικής μιζέριας.
Με την είσοδο της χώρας στην ΕΕ επικράτησε η βαθμιαία υποκατάσταση της εγχώριας παραγωγής και προσφοράς αγαθών από μαζικές εισαγωγές σε «τιμές καταναλωτή Ευρώπης για μισθούς Νότου». Για τέσσερις και πλέον δεκαετίες καλλιεργήθηκαν ξανά και ξανά τεράστιες εκτάσεις γόνιμης ελληνικής γης με τις ίδιες καλλιέργειες, ζημιώθηκε το περιβάλλον και ο υδροφόρος ορίζοντας και χάθηκε πολύτιμος χρόνος για χάρη των «επιδοτούμενων» καλλιεργητικών πρακτικών, έτσι, χωρίς όραμα, χωρίς εθνοκεντρικό σχεδιασμό και χωρίς λογική, αφήνοντας να διαμορφωθεί ένα ιδιάζον «μοντέλο «καταναλωτισμού», αδιαφορώντας για το πού και ποιός παράγει τρόφιμα και το χειρότερο, αγνοώντας το ποιός τελικά ωφελούνταν περισσότερο από τις αδιαμαρτύρητα αποδεκτές ΚΑΠ, σχεδιασμένες από αποφασισμένους βόρειους για ανυποψίαστους νότιους, όπως βεβαιώνεται και εκ του αποτελέσματος».
Στη συνέχεια και μέχρι την τωρινή κρίση, οι τιμές καταναλωτή στην Ευρωζώνη παρέμειναν υψηλές με συνεχώς μειούμενη την αγοραστική δύναμη του Ευρώ μέσα σε ένα «μωσαϊκό» πληθωρισμών με συνεχείς διακυμάνσεις (ξεχωριστά και διαφορετικά και για κάθε κράτος μέλος). Όλα αυτά σε κλίμα μιας αναποφάσιστης, αργής, και εξοργιστικά «ηγεμονευμένης» Ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, (σαφώς εν γνώσει της), η οποία δείχνει να περιφρονεί την ανάγκη για περιορισμό αυτών των πληθωριστικών διακυμάνσεων και να μην αποτολμά μέτρα, τα οποία θα πάψουν να είναι οριζόντια για όλες τις χώρες μέλη, αλλά εκείνα που θα εστιάζουν σε συγκεκριμένες δέσμες «ρύθμισης τοπικών αγορών καταναλωτικών προϊόντων» σε συγκεκριμένα κράτη μέλη, όπως η χώρα μας.
Μερικά χρήσιμα συμπεράσματα
Συνυπολογίζοντας τους διαθέσιμους και πολύτιμους φυσικούς πόρους, το ανθρώπινο δυναμικό, το βιοκλίμα και το πολύτιμο φορτίο της αγροτικής βιοποικιλότητας του τόπου, η εικόνα της διατροφικής αφθονίας και αυτάρκειας της χώρας δεν δικαιολογείται να ανήκει στο παρελθόν, αλλά συνεχίζει να παραμένει πάντοτε «εφικτή και με τη δική της δυναμική».
Λόγω της στρεβλής, αγροτικής παραγωγής, της ανυπαρξίας εθνικού σχεδίου, της έλλειψης αγροτικού αναπτυξιακού οράματος στην πράξη, του «οργανωτικού χάους και της εμπορικής ασυδοσίας», δεν είναι εύκολο η εικόνα αυτή να αποκατασταθεί άμεσα. Οι μεταρρυθμίσεις στο Γεωργικό Τομέα είναι πολλαπλού χαρακτήρα και απαιτούν δέσμες από μέτρα και παρεμβάσεις, μέσα από μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και σε «σοβαρή» οργανωτική βάση. Οι διορθώσεις στο δίκτυο προσφοράς, ζήτησης και διανομής απαιτούν καινοτομίες και εφαρμογές πολιτικών και πρακτικών που έχουν ήδη φέρει εντυπωσιακά αποτελέσματα σε άλλες χώρες της ΕΕ και όχι μόνο. Οι «Αγορές των Αγροτών» αποτελούν μόνο ένα μέρος του όλου, αλλά σίγουρα ελπιδοφόρο εργαλείο διόρθωσης και ρύθμισης, γόνιμο κύτταρο ανάπτυξης ενός υγιούς οργανισμού «διάθεσης των αγαθών».
Η έννοια και η αναγκαιότητα για «Αγορές των Αγροτών» εκτός από τις εξαγγελίες, δεν πέρασαν στο ευρύ κοινό ως κάτι διαφορετικότερο από τις γνωστές σε όλους «λαϊκές αγορές» ούτε κατανοεί ο πολύς κόσμος «την πραγματική διαδρομή» και τα «κριτήρια τιμολόγησης» των προϊόντων, την ώρα που ψωνίζει και τα προμηθεύεται. Δεν υπήρξαν μέχρι σήμερα, ερμηνευτικές επεξηγήσεις, ανάλυση σχεδίων και προθέσεων, ούτε κάποια συνέχεια επί του θέματος (όπως άλλωστε συμβαίνει με όλες τις εξαγγελίες εντυπωσιασμού), με αποτέλεσμα να επικρατεί δικαιολογημένα η σύγχυση περί τίνος πρόκειται, πόσο χρήσιμες είναι και πόσο εφικτές μπορούν να φαντάζουν μέσα σε κλίμα βαθιάς οικονομικής δυσπραγίας, μηδενικών δημόσιων επενδύσεων και γενικής παραλυσίας των μηχανισμών. Οι «Αγορές των Αγροτών» δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα «επαρχιακό παζάρι» σε σύγχρονες συνθήκες οργάνωσης. Είναι δημόσια επένδυση ανταποδοτικού χαρακτήρα και θεμελιακή μεταρρύθμιση (π.χ. μαζί με τα Δημοπρατήρια αγροτικών προϊόντων και τη συστηματική χωρίς «ξέφτισμα» εξυγίανση του χονδρεμπορίου και λιανεμπορίου).
Με βάση τα ευμεγέθη, κοινωνικοοικονομικά οφέλη που προσφέρουν οι «Αγορές των Αγροτών» μέσα από κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, καλούνται οι ΟΤΑ να πάρουν τις πρωτοβουλίες, να γίνουν οι ίδιοι «κοινωνοί της ιδέας», φορείς υλοποίησης εθνοκεντρικών αγροδιατροφικών πολιτικών και διαχειριστές του θεσμού.
Στις ΗΠΑ λειτουργούν, σήμερα, περί τις 8000 οργανωμένες «Αγορές Αγροτών» εγγεγραμμένες σε Μητρώο του Αμερικανικού Υπουργείου Γεωργίας, Υπηρεσία Γεωργικού Μάρκετινγκ (USDA/Agricultural Marketing Service), με χαρτογραφικό ευρετήριο σε ομοσπονδιακή κλίμακα προς διευκόλυνση των καταναλωτών. Αναφέρεται αύξηση των αγορών αυτών με ρυθμούς 10% ετησίως, καθώς είναι πολύ δημοφιλείς στους καταναλωτές και προσφέρουν φρέσκα και υγιεινά προϊόντα σε συμφέρουσες τιμές. Οι αγορές των αγροτών, διεθνώς, μετατρέπονται σε διατροφικό κίνημα και life style κατά των αλυσίδων ταχυφαγίας (fast food), εισάγοντας την αργοφαγία (slow food) και την προτίμηση για φρέσκα, τοπικά προϊόντα.
Η διεθνής εμπειρία διδάσκει ότι οι πρωτογενείς και δευτερογενείς επιπτώσεις για τις τοπικές αγροτικές κοινωνίες και τους καταναλωτές από τη λειτουργία των «Αγορών των Αγροτών» είναι μόνο θετικές με βαθμιαία την «εγκαθίδρυση» ενός νέου και «καθαρού» συστήματος εμπορίας βασικών διατροφικών αγαθών, και υγιεινής διατροφής μακριά από σκοτεινές διαδρομές και τριτοκοσμικές συνθήκες ανεξέλεγκτης διακίνησης και διάθεσης.
paragogi.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου